Το ότι η κυβέρνηση επιθυμεί ήρεμα πολιτικά νερά προκειμένου να επικεντρωθεί στη διαχείριση της πανδημίας και των απόνερών της και βεβαίως στην οικονομία και την ανάπτυξη, δεν προκύπτει μόνο από την οριστική απομάκρυνση των εκλογικών σεναρίων, αλλά και την καθυστέρηση του ανασχηματισμού. Προκύπτει και από την τακτική σε ορισμένα κρίσιμα εθνικά θέματα. Και εν προκειμένω στο Σκοπιανό.
Το γεγονός δε ότι ούτε φέτος θα υπάρχουν τα περίφημα «θερινά τμήματα» στη Βουλή, καθιστά αδύνατο και οποιονδήποτε τυχόν ελιγμό επιχειρούνταν σε σχέση με ευαίσθητα για την εσωκομματική ηρεμία, ζητήματα. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι το πάγωμα της κύρωσης των μνημονίων της συμφωνίας των Πρεσπών, που απέκτησε άλλοθι μετά και τις άστοχες προ δυο εβδομάδων ποδοσφαιρικού τύπου δηλώσεις Ζάεφ, βγάζει στη φάση αυτή το Μαξίμου από ένα εσωκομματικό αγκάθι.
Καθώς είναι σαφές ότι την κύρωση των μνημονίων αυτών δεν θα πήγαινε στη Βουλή να ψηφίσει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, ο οποίος προφανώς το κατέστησε σαφές στον πρωθυπουργό στο δείπνο που είχαν προ ολίγων εβδομάδων, ενώ βέβαιο είναι ότι δεν θα την ψήφιζε ούτε ο Αντώνης Σαμαράς. Και ποιος ξέρει πόσοι βουλευτές… Κάτι που προφανώς θα προκαλούσε τριγμούς στο κυβερνών κόμμα και σε κάθε περίπτωση θα άνοιγε έναν κύκλο εσωστρέφειας και πρόκλησης ερωτηματικών για τη συνοχή, που κάθε άλλο παρά τα επιθυμεί αυτή την περίοδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το θέμα πάντως έχει και άλλες παραμέτρους, που μπορεί λόγω της πανδημίας και άλλων σημαντικότερων αυτή την συγκυρία προτεραιοτήτων, να μην εκδηλώνονται, ωστόσο είναι υπαρκτές. Και έχουν να κάνουν προφανώς με πιέσεις που μπορεί να ασκηθούν τόσο από τος ΗΠΑ όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς το παρόν κερδίζει η κυβέρνηση χρόνο. Για πόσο όμως;