Τα νέα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα για τις αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες, με τελευταία πράξη την πρόταση του ESM, δείχνουν ότι κάτι θα γίνει. Ωστόσο, ακόμη και μετά από τις αλλαγές που δρομολογούνται στη μελλοντική «εποπτεία», το μέλλον δεν θα είναι εύκολο για κράτη όπως η Ελλάδα. Γιατί πολύ απλά το χρέος είναι υπερβολικά υψηλό και πρέπει να μειωθεί.
Το τελευταίο βαρίδι προκλήθηκε από την πανδημία και τα μέτρα στήριξης που έπρεπε να ληφθούν, με την ιστορία ακόμα να μην έχει λήξει. Αφού η πανδημία δεν έχει τελειώσει, η ενεργειακή κρίση είναι σε πλήρη εξέλιξη και παραμένουν ενεργές άλλες εστίες που προκαλούν δημοσιονομικούς κινδύνους: Από τη γεωπολιτική κατάσταση και το μεταναστευτικό, έως την κλιματική αλλαγή.
Υπάρχουν λοιπόν δύο τρόποι για να μειώσει κάποιο κράτος το χρέος: Είτε να πάρει μέτρα ή τελοσπάντων να μην προχωρήσει σε σημαντικές ελαφρύνσεις, είτε να τονώσει τον παρανομαστή του δείκτη, δηλαδή την ανάπτυξη.
Προφανώς προτιμητέος είναι ο δεύτερος τρόπος. Και για να διασφαλισθεί πως θα υπάρχει επαρκής και διαρκής ανάπτυξη, οι κινήσεις που θα γίνουν τους επόμενους μήνες έχουν κρίσιμη σημασία για τη συνέχεια και για την επόμενη μέρα.
Είναι προφανώς πολύ κρίσιμο τι θα γίνει στο καθαρά οικονομικό πεδίο, όπως για παράδειγμα στο πόσο καλά θα αξιοποιηθούν τα κονδύλια του Ελλάδα 2.0, του νέου ΕΣΠΑ ή του νέου πακέτου για την κλιματική αλλαγή που δρομολογείται, αλλά και το πώς θα εξυγιανθεί η οικονομία από τις «ουρές» στις μεταρρυθμίσεις που παραμένουν.
Θα είναι όμως κρίσιμη και η στάση που θα τηρήσει η χώρα σε άλλα πεδία: Στο πώς θα χειριστεί την πανδημία ξεπερνώντας το τέλμα των εμβολιασμών ή στο πώς θα συγκρατήσει την ακρίβεια στην αγορά ούτως ώστε να μην λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά μέσω εναρμονισμένων πρακτικών.
Πρέπει να είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι εύκολα. Άλλωστε ο ESM εμμέσως μεταφέρει το μήνυμα μέσα από τις προτάσεις του: Συστήνει μεταβατικό καθεστώς έως και το 2025...