Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ το 2021, όπως τον υπολογίζει η Κομισιόν, είναι σημαντικά υψηλότερος και από αυτόν που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης: Προβλέπει άνοδο κατά 8,5%, την 2η υψηλότερη ανά την Ευρωζώνη. Αλλά και για φέτος και το 2023, παρά τη σχετική επιβράδυνση, η αναπτυξιακή πορεία της χώρας είναι πολύ καλή. Θετικά είναι και τα συνολικά σχόλια και αναφορές για την Ελλάδα, για το παρόν και τις προοπτικές της στη χθεσινή έκθεση των θεσμών. Με προφανές «αγκάθι» -για όλα τα κράτη- την πορεία του πληθωρισμού.
Θα είχε όμως ίσως σημασία να δοθεί έμφαση σε κάποιες από τις επί μέρους επισημάνσεις που έγιναν. Γενικότερα για την Ευρώπη, αλλά και για την Ελλάδα. Και να ιδωθούν αυτές σε συνδυασμό και με την στάση που διαμορφώνεται, από ελληνικής πλευράς. Γιατί ενδεχομένως να σκιαγραφούν το πώς χαράσσεται πλέον η κατάσταση και για την οικονομία αλλά και για τα μέτρα στήριξης.
Το δεδομένο είναι ότι οι υψηλές ενεργειακές τιμές ανά την ΕΕ ήρθαν για να μείνουν πιο μεγάλο χρονικό διάστημα. Για το σύνολο του 2022. Με την προφορική έμμεση (και διακριτική) παρότρυνση από πλευράς του Επίτροπου Τζεντιλόνι περί ελαστικής ερμηνείας του νομισματικού κριτηρίου περί πληθωρισμού για φέτος, λόγω των ειδικών συνθηκών που προκαλούν την έκρηξη του πληθωρισμού: την ενεργειακή κρίση και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Ο εναρμονισμένος δείκτης αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,5% στην Ευρωζώνη και κατά 3,1% στην Ελλάδα φέτος.
Η εκτίμηση της Κομισιόν για υψηλό ενεργειακό κόστος όλο το 2022 θυμίζει την προ ημερών δήλωση του Υπουργού Οικονομικών ότι από ένα σημείο και έπειτα τα έσοδα από τις δημοπρασίες ρύπων (2 δισ. ευρώ για το 2022) μπορεί - σε ένα δυσμενές σενάριο - να μην επαρκούν, και να χρειάζεται συνδρομή του κρατικού προϋπολογισμού. Αν κάνουμε λοιπόν έναν «μπακαλίστικο» υπολογισμό, στο σενάριο που δεν θα αποκλιμακωθεί το ενεργειακό κόστος (και άρα το πακέτο στήριξης σε ρεύμα και αέριο), τότε κοστίζει 350- 395 εκατ. ευρώ το μήνα. Δηλαδή, τσίμα τσίμα φτάνουν τα λεφτά των ρύπων για ένα πεντάμηνο – εξάμηνο. Και μετά; Ή αν προστεθεί στη «λίστα» το γεγονός πως η ΕΕ προβλέπει ακριβό πετρέλαιο και φέτος και σχετικά ακριβό το 2023; Γιατί θα έρθει και χειμώνας που θα απαιτεί, ξανά, πετρέλαιο θέρμανσης...
Τα πράγματα λοιπόν δυσκολεύουν. Και ίσως τούτο δίνει μία εξήγηση για την ολοένα και πιο απόλυτη γλώσσα στις τοποθετήσεις των Ελλήνων αξιωματούχων αναφορικά με το περιθώριο για μέτρα στήριξης. Ο Πρωθυπουργός επανέλαβε την «ξεκάθαρη προσήλωση στους δημοσιονομικούς στόχους τους οποίους έχουμε θέσει για το 2022 και στη συνέχεια για το 2023», αλλά και ο ΥΠΟΙΚ ζήτησε «να αρχίσουμε να μαζευόμαστε» αναφέροντας επίσης πως όποιοι «εισηγούνται με ευκολία και ανευθυνότητα επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές» ουσιαστικά εισηγούνται να δανειστεί η χώρα περισσότερα και ακριβότερα «υποθηκεύοντας το παρόν και το μέλλον»...
Η δήλωση προφανώς απευθύνεται στο εσωτερικό ακροατήριο, αλλά ενδεχομένως και στο «εξωτερικό». Τα αιτήματα περί μειώσεων φόρων ακούγονται και στις αγορές, αλλά και έως τις Βρυξέλλες που οριστικοποιούν αυτές τις ημέρες την έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας.
Εδώ υπάρχει και ένα άλλο θέμα που ανοίγει. Η δεύτερη άνοδος του κατώτατου. Ειπώθηκε χθες το ενδεχόμενο να υπάρξουν ανά την ΕΕ δευτερογενείς πληθωριστικές πιέσεις και από τη μετακύλιση του κόστους σε ευρύτερα αγαθά και υπηρεσίες, αλλά και από ένα κύμα μισθολογικών αυξήσεων. Ειδικά για την Ελλάδα διευκρινίστηκε πως η 2η άνοδος του κατώτατου μισθού δεν συνυπολογίζεται στις μετρήσεις για τις τιμές. Με τον Επίτροπο να δηλώνει σε ερώτημα για τη 2η αυτή αύξηση πως «ξέρουμε πως ο πληθωρισμός επηρεάζει τα εισοδήματα και νοικοκυριά και ξέρουμε πως θα υλοποιηθούν αιτήματα για αύξηση του κατώτατου μισθού», αλλά πως επιπτώσεις σε επίπεδο ΕΕ «θα δούμε μόνο εάν αυτό ήταν μια γενική τάση των κρατών της ΕΕ, κάτι που δεν γίνεται μέχρι στιγμής»...
Στην Ελλάδα λοιπόν η άνοδος του κατώτατου προφανώς - και πολύ καλώς - έχει δρομολογηθεί και προεξοφληθεί. Ειδικά μετά την άνοδο του ΑΕΠ κατά 8,5% το 2021 και την προσδοκία ισχυρής ανάπτυξης φέτος, δύσκολα μπορεί κάποιος να φέρει αντιρρήσεις. Αλλά μπορεί – αν τη βάλει και αυτή στο τραπέζι των διαβουλεύσεων - να κόψει τον «αέρα» σε άλλες (μεγάλες) προσδοκίες. Τουλάχιστον προς το παρόν. Γιατί και στην Ευρώπη η αλήθεια είναι πως όλο το τελευταίο διάστημα γράφουν σενάρια και προβλέψεις τις οποίες διαψεύδει η πραγματικότητα...