Δυσκολίες στον προσδιορισμό του ύψους των πόρων της ΕΕ που χρησιμοποίησαν τα κράτη μέλη για την ψηφιοποίηση των εθνικών συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, καταγράφει η νέα έκθεση ελέγχου που δημοσίευσε προ ημερών το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ).
Κατά τις περιόδους 2014-2020 και 2021-2027, προγραμματίστηκαν για τον σκοπό αυτό 2,4 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής και ακόμη 13,6 δισ. ευρώ μέσω του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) που συγκροτήθηκε στην πανδημία COVID-19, ενώ πρόσθετη χρηματοδότηση ήταν διαθέσιμη μέσω άλλων προγραμμάτων. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη αντιμετώπισαν δυσκολίες τόσο κατά την υποβολή αίτησης για ενωσιακή στήριξη όσο και κατά τη χρήση της, λόγω της πολυπλοκότητας της πρόσβασης στα διάφορα χρηματοδοτικά προγράμματα.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η πανδημία COVID-19 έφερε έντονα στο προσκήνιο την ανάγκη για ψηφιακές τεχνολογίες, με στόχο την παροχή υγειονομικής περίθαλψης («ηλεκτρονική υγεία») στην ΕΕ. Επιτακτικότερη έγινε και η ανάγκη για συντονισμό και καλύτερες ροές δεδομένων σχετικών με την υγεία σε ολόκληρη την Ένωση. Αν και καθ’ ύλην αρμόδια για τις πολιτικές στον τομέα της υγείας και την οργάνωση και την παροχή υπηρεσιών υγείας και ιατρικής περίθαλψης παραμένουν τα κράτη μέλη, ο ρόλος της ΕΕ είναι να υποστηρίζει τις σχετικές δράσεις.
«Τα κονδύλια της ΕΕ για την ψηφιοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης διοχετεύτηκαν μέσω διαφόρων προγραμμάτων, τα οποία διαχειρίζονται διαφορετικά τμήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με συγκεκριμένους κανόνες και διαφορετικές ρυθμίσεις διαχείρισης. Επόμενο ήταν ορισμένα κράτη μέλη να δυσκολευτούν να εντοπίσουν τα διαθέσιμα ενωσιακά κονδύλια, ενώ βρήκαν εμπόδια και κατά την υποβολή των αιτήσεων χρηματοδότησης», δήλωσε η Joëlle Elvinger, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο.
Αποτελεσματική στήριξη με εμπόδια
Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παρείχε συνολικά αποτελεσματική στήριξη και καθοδήγηση και ότι τα έργα που έλεγξε στις επιλεγμένες χώρες (Ισπανία, Μάλτα και Πολωνία) συνέβαλαν στην ψηφιοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης. Για παράδειγμα, ένα έργο ήταν εστιασμένο στη βελτίωση της εξ αποστάσεως παρακολούθησης χρόνιων παθήσεων, ενώ ένα άλλο συντέλεσε στη δημιουργία εθνικής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υγείας, καθώς και στην ψηφιοποίηση νοσοκομείων και τη σύνδεσή τους με την εθνική πλατφόρμα.
Ωστόσο, η έκθεση ελέγχου επισημαίνει πολλά προβλήματα. Τα κράτη μέλη αντιμετώπισαν εμπόδια κατά τη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ, όπως ένα σύνθετο φάσμα επιλογών χρηματοδότησης, ανεπαρκής διοικητική ικανότητα και δυσκολίες στην εξασφάλιση εθνικής συγχρηματοδότησης. Οι ελεγκτές διαπίστωσαν επίσης ότι ούτε η Επιτροπή ούτε τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν πλήρη επισκόπηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων της που χρησιμοποιούνται για έργα ψηφιοποίησης της υγειονομικής περίθαλψης.
Αδυναμίες στην παρακολούθηση των δεικτών
Η Επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς την ψηφιοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης στο πλαίσιο του προγράμματος πολιτικής 2030 «Ψηφιακή Δεκαετία», μέσω της συγκριτικής αξιολόγησης για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση (από το 2022) και του δείκτη ηλεκτρονικής υγείας της ψηφιακής δεκαετίας (από το 2023). Οι δείκτες αυτοί βασίζονται σε διαφορετικές μεθοδολογίες και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, καλύπτουν όμως παρόμοιες πτυχές της πρόσβασης σε ηλεκτρονικά μητρώα υγείας. Ο έλεγχος ανέδειξε ορισμένες αδυναμίες στον τομέα αυτό, που είχαν να κάνουν, για παράδειγμα, με την ακρίβεια των πληροφοριών και τη μεθοδολογία βαθμολόγησης.
Το ΕΕΣ συνιστά στην Επιτροπή να βελτιώσει, μέχρι το 2026, όχι μόνο την ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη αλλά και την από μέρους της αναφορά στοιχείων σχετικά με τη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ για την ψηφιοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης στο πλαίσιο των διαφόρων χρηματοδοτικών προγραμμάτων.
Σημειώνεται ότι η ΕΕ προωθεί την ψηφιοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια, κυρίως λαμβάνοντας «ήπια» μέτρα, όπως η σύσταση δράσεων ή ο καθορισμός μη δεσμευτικών στόχων. Η κρίση της COVID-19 οδήγησε στην ενίσχυση του πλαισίου πολιτικής της ΕΕ στον τομέα αυτό με την έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων και κανονισμών.
«Ωριμότητα» των χωρών - Συγκριτική αξιολόγηση
Από το 2002, μέσω της συγκριτικής αξιολόγησης για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση παρακολουθείται η ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών στην Ευρώπη: πέραν της ΕΕ των 27, καλύπτονται επίσης η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Ελβετία, η Αλβανία, η Μολδαβία, η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Τουρκία και η Ουκρανία.
Από το 2022, η συγκριτική αξιολόγηση για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση καλύπτει και την ωριμότητα των ηλεκτρονικών υπηρεσιών που σχετίζονται με την υγεία, η πρόοδος των οποίων αξιολογείται ανά διετία.
Δείκτης ηλεκτρονικής υγείας της ψηφιακής δεκαετίας
Ο δείκτης ηλεκτρονικής υγείας της ψηφιακής δεκαετίας (Digital Decade eHealth indicator) δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Ψηφιακής πυξίδας 2030 της Επιτροπής, η οποία μετατρέπει τις ψηφιακές φιλοδοξίες της ΕΕ για το 2030 σε συγκεκριμένους στόχους και παρακολουθεί την πρόοδο προς την επίτευξή τους.
Η Ψηφιακή πυξίδα 2030 διαρθρώνεται γύρω από τέσσερις βασικούς άξονες:
1) πληθυσμός με ψηφιακές δεξιότητες και ψηφιακοί επαγγελματίες υψηλής κατάρτισης
2) ασφαλείς και βιώσιμες ψηφιακές υποδομές υψηλών επιδόσεων
3) ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων
4) ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο του τέταρτου βασικού άξονα, στις προτάσεις της Ψηφιακής πυξίδας 2030 περιλαμβανόταν η τιμή-στόχος το 100 % των Ευρωπαίων πολιτών να έχουν διαδικτυακή πρόσβαση στα ηλεκτρονικά μητρώα υγείας τους έως το 2030. Το 2022, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θέσπισαν το πρόγραμμα πολιτικής 2030 «Ψηφιακή δεκαετία», με το οποίο ενέκριναν τιμές-στόχο ευθυγραμμισμένες με εκείνες που προτείνονταν στην Ψηφιακή Πυξίδα 2030, και σύστησαν έναν μηχανισμό παρακολούθησης και συνεργασίας για τη διευκόλυνση της υλοποίησής τους. Από το 2023, η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει την έκθεση για την κατάσταση της ψηφιακής δεκαετίας και τις εκθέσεις ανά χώρα για την ψηφιακή δεκαετία, οι οποίες καλύπτουν την τιμή-στόχο για διαδικτυακή πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών στα ηλεκτρονικά μητρώα υγείας.