Είναι πλέον δεδομένο πως η πληθωριστική κρίση θα διαρκέσει και, κατά συνέπεια, η εποχή του φθηνού χρήματος τελειώνει. Η αγορά εισέρχεται σε μία περίοδο υψηλών επιτοκίων στην οποία το κόστος δανεισμού ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις – με βάση τους σημερινούς όρους – θα είναι πιο υψηλό στην Ελλάδα από ότι σε άλλα κράτη. Με την εξαίρεση (και την ευκαιρία συνάμα) των, χαμηλότερου κόστους, δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων κονδυλίων της ΕΕ.
Η αγορά θα πρέπει λοιπόν να ετοιμασθεί για την νέα περίοδο. Μία περίοδο μεγάλων προκλήσεων, ειδικά για τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα που δεν πέρασε εύκολα χρόνια. Μόλις άρχισε να ανασαίνει από την πολυετή κρίση ήρθε η πανδημία και τώρα νέα πληθωριστική κρίση.
Πόσο θα αλλάξουν τα πράγματα; Πραγματικά κανείς δεν ξέρει. Η ταχύτητα με την οποία οι θεσμοί, με τελευταίο την ΕΚΤ, αλλάζουν επί τα χείρω τις προβλέψεις τους είναι πολύ μεγάλη. Και η ανταπόκρισή τους στις προκλήσεις, με κινήσεις θωράκισης, παραμένει παράδοξα αργή.
Το τέλος του φθηνού χρήματος δεν αφορά βεβαίως μόνο τον ιδιωτικό τομέα. Αφορά και στο ίδιο το κράτος, και στη δυνατότητά του τους επόμενους μήνες να παρέχει όλο το χρήμα που χρειάζεται η αγορά και η κοινωνία. Τα κρατικά διαθέσιμα είναι πολύ υψηλά σε αξία, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα αν η κρίση στην αγορά ομολόγων συνεχιστεί.
Και για το κράτος και για τον ιδιωτικό τομέα, το μόνο πεδίο στο οποίο μπορεί να υπάρξει ένας έλεγχος, μία δυνατότητα παρέμβασης, είναι οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις. Η χρήση ότι πόρων δοθούν, ότι δυνατοτήτων υπάρχουν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με προνοητικότητα, με ορθολογικότητα και με γνώμονα τη καλύτερη δυνατή διαχείριση των πόρων.
Γιατί η νέα εποχή δεν θα είναι, ότι και να γίνει, εύκολη. Ειδικά για μία χώρα στην οποία οι «εύκολοι» καιροί για πολλούς είναι απλά μία μακρινή ανάμνηση….