Η πλήρης κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης από το 2023, για την οποία δεσμεύθηκε ο Πρωθυπουργός μαζί με το ξεπάγωμα των συντάξεων μετά από 12 χρόνια, μεταφέρει προφανώς το μήνυμα της επιστροφής σε μία (άλλη) κανονικότητα. Γιατί υπό πραγματικά κανονικές συνθήκες αυτές οι κινήσεις θα είχαν γίνει νωρίτερα και θα ήταν πιο διευρυμένες. Το αρχικό πρόγραμμα της Κυβέρνησης το 2019, πριν ξεσπάσει η πανδημία των 43 δισ. ευρώ μέτρων στήριξης και η πληθωριστική κρίση των 8,5 δισ. ευρώ (μέχρι στιγμής) παρεμβάσεων, προέβλεπε και άλλα.
Για παράδειγμα, έως και το 2023 θα έπρεπε να καταργηθεί σταδιακά και το τέλος επιτηδεύματος (ένα θέμα που τώρα επαναφέρουν οι ίδιοι οι δανειστές ως προτεραιότητα για την επιχειρηματικότητα). Θα έπρεπε να μειωθεί και ο ΦΠΑ στο 11% και 22% (από 13% και 24% που ήταν και παραμένει), αλλά και να φτάσει στο 20% από 28% (προς το παρόν μειώθηκε στο 22%) ο συντελεστής φορολογίας επιχειρήσεων.
Βεβαίως έχουν γίνει πολλά. Έχουν υλοποιηθεί (πριν και εν μέσω των κρίσεων) πολλές από τις προεκλογικές δεσμεύσεις, παράλληλα με τα μέτρα στήριξης. Για παράδειγμα τελικά ο ΕΝΦΙΑ δεν μειώθηκε κατά 30% αλλά κατά 37%, ενώ μόνο για φέτος οι μόνιμες μειώσεις φόρων έχουν αξία 1 δισ. ευρώ.
Με άλλα λόγια, υπό συνθήκες «κανονικότητας», αν η πληθωριστική κρίση δεν είχε ροκανίσει τα οφέλη των ελαφρύνσεων αλλά και τη δυνατότητά τους να γίνουν πιο γρήγορα, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική. Η κοινωνία και ο επιχειρηματικός κόσμος θα είχε πάρει πιο μεγάλη ανάσα, θα έβλεπε πιο αισιόδοξα το μέλλον. Αλλά και η οικονομία μας θα ήταν λιγότερο ευάλωτη και η προοπτική της πιο ξεκάθαρη.
Η Ελλάδα ήταν άτυχη σε αυτό το πεδίο. Το στοίχημα είναι, με βάση την «πικρή» πείρα των προηγούμενων ετών της οικονομικής κρίσης, να διαχειρισθεί σωστά την κατάσταση για να βγει με τις λιγότερες απώλειες και από το νέο αυτό (εξωγενές) πρόβλημα.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η χώρα μας είναι πιο ευάλωτη από άλλα κράτη. Το ΙΟΒΕ στην 3μηναία του έκθεση για την ελληνική οικονομία δίνει ένα σαφές περίγραμμα της κατάστασης και του στοιχήματος. Κάνει σαφές πως στη νέα αυτή κρίση «αν και σχεδόν όλες οι οικονομίες πλήττονται, η δική μας είναι σε κρίσιμο σημείο. Και τούτο γιατί είναι στην έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, με την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας ως κομβικό ενδιάμεσο στόχο». Εξηγεί πως «οικονομίες όπως η δική μας, με χρόνιες δομικές υστερήσεις, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του πληθωρισμού κυρίως με επιδοματικές πολιτικές. Αν και είναι απαραίτητα μέτρα υποστήριξης προς τα ευάλωτα νοικοκυριά και πολιτικές προσαρμογής της ρύθμισης σε βασικές αγορές, είναι επείγον να υπάρξει υποστήριξη της παραγωγής, με απλούστευση διαδικασιών και κανόνων και μεταρρυθμίσεις για αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων».
Πρέπει λοιπόν να ακουστεί το μήνυμα της προσπάθειας για δομικές αλλαγές που ακόμη δεν ολοκληρώθηκαν, αλλά και για αποτελεσματική χρήση κάθε μέσου που δίδει η ΕΕ. Και τούτο για να κερδηθεί το στοίχημα της ανάσχεσης των απειλών που υπάρχουν, αλλά και της διατήρησης της ανάπτυξης και της δημοσιονομικής δυνατότητας για την πλήρη άρση των «χαρατσιών» των μνημονίων.