Είχαν υπολογιστεί σε 700 εκατομμύρια ευρώ και πλέον δεν αποκλείεται να ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ. Ο λόγος για τη δαπάνη που πληρώνει το κράτος ετησίως για λογαριασμούς ρεύματος των υπουργείων, των Περιφερειών, των Δήμων, γενικότερα όλων των φορέων του στενού και του «ευρύτερου» Δημοσίου. Δηλαδή, μιλάμε για μία αύξηση δαπάνης κατά 300 με 400 εκατομμύρια ευρώ μόνο για το ρεύμα και όχι για αλλά ενεργειακά κόστη, για παράδειγμα για καύσιμα.
Το ποσό αυτό είναι πολύ σημαντικό και ιδιαίτερα… πολύτιμο. Και τούτο γιατί οι εποχές των οριζόντιων μέτρων στήριξης και των μεγάλων δημοσιονομικών περιθωρίων τελείωσαν. Να αναλογιστούμε ότι η κυβέρνηση το… σκέφτεται για μία παράταση στο Fuel Pass που κοστίζει 25 εκατομμύρια. Ή αλλιώς να σκεφτούμε πως όλο κι όλο το «μαξιλάρι» που έχει το προσχέδιο προϋπολογισμού για πρόσθετη κάλυψη από το ενεργειακό κόστος δημοσίου και ιδιωτικού τομέα φτάνει στο 1 δισ.. ευρώ και προφανώς το ΥΠΟΙΚ επιχειρεί να το μεγαλώσει με «περίσσευμα» κονδυλίων.
Πρέπει λοιπόν και το Δημόσιο, με αίσθημα ευθύνης, να κάνει αυτό που του αναλογεί. Αν δεν το έχει ήδη πράξει βέβαια. Γιατί ο στόχος μείωσης της κατανάλωσης κατά 10% που έχει τεθεί δεν είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος. Τα στοιχεία που μαζεύουν οι αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως ειπώθηκε χθες, δείχνουν διάφορες ταχύτητες. Υπάρχουν οι φορείς που προσαρμόζονται αλλά και οι φορείς που - διοικητικά τουλάχιστον - δεν έχουν ακόμη κάνει ό,τι έχει αποφασισθεί. Δεν έχουν δηλαδή ορίσει τον ενεργειακό υπεύθυνο, κάτι που ήταν το πρώτο βήμα.
Βεβαίως δεν έχουν όλες οι κρατικές οντότητες τις ίδιες δυνατότητες, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να δώσουν το καλό παράδειγμα. Άλλωστε υπάρχει ένας πανευρωπαϊκός στόχος μείωσης της κατανάλωσης, ο οποίος είναι καλύτερο να επιτευχθεί από τις – οποίες – πηγές σπατάλης υπάρχουν, αν υπάρχουν, στο στενό και στο ευρύτερο Δημόσιο, παρά από τον ιδιωτικό τομέα. Γιατί έτσι γίνεται και εξοικονόμηση δημοσίου χρήματος (που μπορεί να διοχετευθεί αλλού), αλλά και αποφεύγεται ο κίνδυνος μετακύλισης της υποχρέωσης για «εξοικονόμηση» στον ιδιωτικό τομέα, στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, αν αυτή η κρίση διαρκέσει πολύ.
Άλλωστε τώρα η υποχρέωση είναι ακόμη… διερευνητική. Γιατί στην πράξη δεν υπάρχουν εκκαθαριστικοί λογαριασμοί για να φανεί ποιος προσαρμόσθηκε σε ένα μέτρο που θεσπίστηκε τον Σεπτέμβριο. Όταν λοιπόν θα αρχίσουν να έρχονται τα «εκκαθαριστικά», η ευχή είναι να υπάρξει μία ευχάριστη έκπληξη. Αν όμως αυτό δεν συμβεί - γιατί υπάρχει ένα «κακό» ιστορικό από τον καιρό των μνημονίων σε φορείς που δεν έδιναν «λογαριασμό» για τις δοσοληψίες τους ή που δεν προσαρμοζόταν στην υποχρέωση να μην «παράγουν» νέες γενιές ληξιπρόθεσμων οφειλών - τότε θα πρέπει, αυτή τη φορά, το σύστημα κινήτρων και αντικινήτρων να εφαρμοσθεί. Να δοθεί «μπόνους» σε όσους ξεπερνούν το στόχο και να διακρατηθεί η κρατική επιχορήγηση σε όσους αναίτια παραμένουν σπάταλοι ενεργειακά, ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξουν αντιδράσεις, ανεξάρτητα από τον χρόνο των εκλογών.