Όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, η αντιπαράθεση στο πεδίο της οικονομίας θα περιστρέφεται όλο και πιο πολύ, όπως είναι φυσικό, πέριξ των προεκλογικών παροχών και των εξαγγελιών για την επόμενη 4ετία. Όχι μόνο γιατί αυτό είθισται να γίνεται, αλλά και γιατί οι συνθήκες αυτή την περίοδο (λόγω της πληθωριστικής κρίσης), δημιουργούν εντονότερες ανάγκες.
Ωστόσο θα πρέπει, σε κάποια φάση, να τεθούν με νηφαλιότητα και ηρεμία επί τάπητος κάποια στοιχεία στο πεδίο της οικονομίας πού αποτελούν μόνιμο πρόβλημα και πηγή κινδύνων. Πεδία που δεν κρίνουν την κάλπη, δεν συνιστούν βαρόμετρο για τη ψήφο, αλλά είναι πολύ σημαντικό να επιλυθούν για να διασφαλισθεί η επόμενη ημέρα της χώρας.
Ένα από τα ζητήματα που παραμένουν άλυτα είναι αυτό του ελλειμματικού εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικότατα το 2022 αλλά σε μεγάλο βαθμό αυτό έγινε εξαιτίας των υψηλών τιμών. Για αυτό άλλωστε και συνοδεύθηκαν με υψηλή άνοδο των εισαγωγών. Και καθώς οι εισαγωγές μας είναι διπλάσιες σε αξία από τις εξαγωγές μας, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο εκτοξεύτηκε...
Ωστόσο, ως χώρα που αναπτύσσεται, ακόμα και αν εκλείψει ή έστω συγκρατηθεί το θέμα της ακρίβειας, θα συνεχίσουμε να έχουμε τάση για υψηλότερες εισαγωγές. Ειδικά τώρα που θα «φουλάρουν» οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ απαιτώντας εξοπλισμό και άλλα εισαγώγιμα είδη. Κατά συνέπεια, θα είναι απολύτως αναγκαίο ένα αντιστάθμισμα μιας εξίσου υψηλής ανόδου των εξαγωγών. Μίας ανόδου που είναι το ζητούμενο εδώ και χρόνια και συνδέεται με το θέμα της ανταγωνιστικότητας. Το άνοιγμα στο εμπορικό ισοζύγιο αντανακλά την αδυναμία σε όρους ανταγωνιστικότητας, η οποία υφίσταται ακόμα και σήμερα, παρά τη σημαντική πρόοδο και τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών.
Αν μάλιστα σε αυτήν την ανισορροπία προστεθεί και το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν παράγει, αλλά κυρίως εισάγει, ότι είναι μία χώρα υπηρεσιών και μη εμπορεύσιμων αγαθών, διαμορφώνεται το επόμενο μεγάλο στοίχημα: της αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, της νέας σελίδας που πρέπει να γυρίσει ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας. Όχι μόνο για την επιβίωση του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά και για να διασφαλισθεί μία βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη που θα δώσει τη δυνατότητα για πραγματικές αυξήσεις των εισοδημάτων και για διασφάλιση της εφημερίας τα επόμενα χρόνια.