Σε αναβάθμιση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών προχώρησε ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Fitch.
Ο οίκος αναβάθμισε το IDR της Eurobank και της Εθνικής Τράπεζας κατά μία βαθμίδα σε «BBB-» με σταθερό outlook, ήτοι σε επενδυτική βαθμίδα, από «BB+» με θετικό outlook και εκείνες της Alpha Bank και της Τράπεζας Πειραιώς σε «BB+» από «BB», διατηρώντας θετικό το outlook. Οι αξιολογήσεις της Eurobank και της Εθνικής ευθυγραμμίζονται με την αξιολόγηση της Ελλάδας και την εκτίμηση των αναλυτών για το λειτουργικό περιβάλλον της χώρας. Οι θετικές προοπτικές για την Πειραιώς και την Alpha αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες των αναλυτών ότι οι δύο τράπεζες θα συνεχίσουν να μειώνουν τα κεφαλαιακά τους βάρη από τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία καθώς ολοκληρώνουν τις διαδικασίες πλήρους εξυγίανσης.
Όπως αναφέρει, η αναβάθμιση αντανακλά κυρίως τις βελτιώσεις στα αυτόνομα πιστωτικά προφίλ τους, συμπεριλαμβανομένης της ισχυρότερης πορείας παραγωγής υγιούς κερδοφορίας, της ολοκλήρωσης των περισσότερων κινήσεων εξυγίανσης και βελτίωσης της ποιότητας ενεργητικού, της ενίσχυσης των κεφαλαιακών θέσεων και της σταθερής χρηματοδότησης με βάση τις καταθέσεις.
Οι αναβαθμίσεις εντάσσονται επίσης στο πλαίσιο του βελτιωμένου λειτουργικού περιβάλλοντος της Ελλάδας, όπως αντικατοπτρίζεται στην ανοδική αναθεώρηση της αξιολόγησης του λειτουργικού περιβάλλοντος από τη Fitch σε «bbb-» με σταθερό outlook από «bb+» με θετικό outlook. H Fitch αναμένει ότι η στρατηγική των ελληνικών τραπεζών θα επωφεληθεί από την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας της τάξεως του 2,3%, υψηλότερα δηλαδή από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, το 2025 και το 2026, λόγω των αυξήσεων των πραγματικών μισθών, της μείωσης της ανεργίας και των σταθερών επενδύσεων. Η ισχύς της εγχώριας ανάκαμψης αντισταθμίζει σε γενικές γραμμές τους εξωτερικούς κινδύνους, όπως αναφέρουν οι αναλυτές.
Η Fitch αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα διατηρήσουν υγιή λειτουργική κερδοφορία το 2025-2026 παρά την μείωση των επιτοκίων, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των δανείων, ειδικά στο σκέλος των επιχειρηματικών δανείων και των χαμηλότερων πιστωτικών ζημιών λόγω μειωμένων πιέσεων προσιτότητας και σημαντικά μικρότερων απομειωμένων πωλήσεων δανείων. Οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να επωφεληθούν από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων για την ενίσχυση των προμηθειών, την υγιή λειτουργική αποτελεσματικότητα και την αυξημένη ψηφιοποίηση.
Ο οίκος αναμένει ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τις τέσσερις τράπεζες θα μειωθεί στο 2,5% κατά μέσο όρο έως το τέλος του 2026 στη βάση της αύξησης των εξυπηρετούμενων δανείων και των μέτριων εισροών νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η αντιμετώπιση των απομειωμένων δανείων που τιτλοποιούνται από τις τράπεζες και τα οποία διαχειρίζονται οι servicers προχωρά πιο αργά από ό,τι αναμέναν οι αναλυτές, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης των τραπεζών είναι σε ομόλογα υψηλής κρατικής εγγύησης, τα οποία μετριάζουν τους κινδύνους.
Τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας θα παραμείνουν ικανοποιητικά καθώς η βελτιωμένη δημιουργία κερδοφορίας θα απορροφήσει τις επιπτώσεις της αύξησης των δανείων, των προγραμματισμένων εξαγορών για τη βελτίωση της διαφοροποίησης των πηγών εσόδων, της αύξησης των χρηματικών διανομών και των επερχόμενων κεφαλαιακών κανονισμών. «Η εκτίμησή μας αντανακλά επίσης μια επιτάχυνση της αποαναγνώρισης αναβαλλόμενων φορλογικών πιστώσεων από τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών τα επόμενα χρόνια».