Πριν αρχίσουν τα υπόλοιπα (νέα) προβλήματα, νομίζαμε πως η μεγάλη διεθνής πρόκληση αυτής της δεκαετίας, θα είναι η επιτυχής ενεργειακή μετάβαση προς «πράσινες» μορφές. Μετά, δυστυχώς ήρθε η πανδημία, η εντονότερη κλιματική κρίση (την οποία βίωσε και προσφάτως, δυστυχώς, η χώρα), αλλά και οι πολεμικές συρράξεις που προκάλεσαν - και συνεχίζουν να προκαλούν – πέραν των υπολοίπων δεινών και τεράστια οικονομικά βάρη ακόμη και σε μορφές ενέργειας που θεωρούνται φιλικές ή σχετικά φιλικές, όπως είναι το ρεύμα και το φυσικό αέριο. Βεβαίως, τώρα έχουμε και το νέο μεγάλο άγνωστο «Χ» της μελλοντικής πορείας των τιμών του πετρελαίου, ανάλογα με το τι θα συμβεί στο μεγάλο και αιματηρό μέτωπο της Μέσης Ανατολής.
Μέσα σε αυτό το πολλαπλά δυσμενές διεθνές πλαίσιο, χαράχθηκε η ελληνική πολιτική για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας, το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και για το Κλίμα, που θέτει στόχους για την προσεχή 7ετία. Ο λόγος για στόχους που είναι εξαιρετικά αναγκαίοι αλλά και εξαιρετικά μεγαλεπήβολοι: η αποτίμηση είναι ότι θα χρειαστεί να γίνουν στη χώρα επενδύσεις αξίας 192 δισ. ευρώ έως και το 2030, δηλαδή επενδύσεις αξίας σχεδόν όσο ένα ετήσιο ελληνικό ΑΕΠ.
Στο ερώτημα αν τα λεφτά αυτά υπάρχουν, η απάντηση είναι ότι ένα μέρος τους ίσως υπάρξει μέσα από το ΕΣΠΑ και από το Ταμείο Ανάκαμψης του οποίου όμως η πλήρης απορρόφηση έως το τέλος του 2026 συνεχίζει να παραμένει μια τεράστια πρόκληση (όχι μόνο για την Ελλάδα, να μη γελιόμαστε για όλα τα κράτη μέλη). Και μια που μιλάμε για τα κράτη - μέλη, τεράστια πρόκληση ειδικά για τις χώρες υψηλού χρέους είναι το να πετύχουν τους νέους (δύσκολους) δημοσιονομικούς στόχους που θα ισχύουν από το 2024 και μετά. Είναι πρόκληση καθώς η δημοσιονομική ευελιξία τελείωσε και μαζί με αυτή τελείωσαν και τα μέτρα στήριξης που έχουν οριζόντια μορφή. Όπως τελείωσαν και τα περιθώρια για τον κρατικό προϋπολογισμό να χρηματοδοτήσει δράσεις παρά μόνο σε όσους ορίζονται ως «ευάλωτοι» οικονομικά. Να μην ξεχνάμε, πρόσθετα δημοσιονομικά περιθώρια δύσκολα θα υπάρξουν το επόμενο διάστημα δεδομένων και των άλλων νέων αναγκών που δημιουργούνται όπως για παράδειγμα του υψηλότερου κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.
Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μία πάρα πολύ μεγάλη πρόκληση. Με μια πρόκληση που κοστίζει όσο ένα ελληνικό ΑΕΠ και την οποία θα πρέπει να επωμισθεί και το κράτος αλλά και οι επιχειρήσεις και (ιδιαίτερα) τα νοικοκυριά. Θα πρέπει οι ελληνικές οικογένειες που λόγω των κρίσεων που προηγήθηκαν έχουν υψηλή ευαλωτότητα σε ενεργειακούς όρους αλλά και χαμηλότερες εισοδηματικές αντοχές να μεταβούν σε μια νέα ενεργειακή κατάσταση, κάτι το οποίο απαιτεί μικρότερες ή μεγαλύτερες επενδύσεις (ειδικά για αυτούς που δεν είναι τυχεροί να μένουν σε ένα νεόδμητο σπίτι, αλλά σε ένα σπίτι το οποίο έχει τεράστιες ενεργειακές απώλειες). Θα πρέπει να το ανακαινίσουν, αλλά θα πρέπει και να αλλάξουν ενεργοβόρες συσκευές και τον τρόπο θέρμανσής τους. Για παράδειγμα να εγκαταστήσουν αντλίες θερμότητας.
Τα ερωτήματα και τα διλήμματα που θα τεθούν το επόμενο διάστημα σε αυτό το πλαίσιο ενδεχομένως να είναι πολλά και μεγάλα. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι μόνο οι ευάλωτοι αυτοί που θα έχουν πρόβλημα να καλύψουν αυτό το κόστος αλλά και η λεγόμενη «μεσαία τάξη». Ο λόγος για μια μεσαία τάξη η οποία ζει σχεδόν χωρίς κανένα επίδομα, πληρώνει φόρους και θα πρέπει να χρηματοδοτήσει από την τσέπη της και τη δαπάνη για ενεργειακή μετάβαση, πέρα από το αυξημένο κόστος ζωής, το αυξημένο κόστος κατοικίας και το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης τυχόν δανειακών υποχρεώσεών της, αλλά και άλλες δαπάνες που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δεδομένες σε αυτή τη χώρα (όπως είναι οι μαύρες δαπάνες για υγεία, για παιδεία ή για εξυπηρέτηση/φύλαξη άλλων μελών της οικογένειας).
Βεβαίως να κάνουμε εδώ σαφές ότι δεν πρόκειται για φιλόδοξους στόχους ενεργειακής μετάβασης που έχει θέσει από μόνη της ελληνική κυβέρνηση. Μιλάμε για τους στόχους που έχει θέσει η Ευρώπη στο σύνολό της και ενσωματώνονται (με βάση τους κοινοτικούς κανόνες), από κάθε κράτος μέλος. Να κάνουμε επίσης σαφές ότι δεν είναι επιλογή της κυβέρνησης να δημιουργεί πλεονάσματα και να ασκεί περιοριστική πολιτική, είναι μία επιταγή των Βρυξελλών, αλλά και των αγορών. Όπως βεβαίως και οι κρίσεις είναι εξωγενείς. Αλλά, η πραγματικότητα παραμένει η ίδια: η ελληνική κοινωνία και η επιχειρηματικότητα, θα πρέπει μετά από πάρα πολλά έτη ύφεσης και απώλειας εισοδημάτων (λόγω των μνημονιακών κρίσεων και μετά της πανδημίας και της πληθωριστικής κρίσης), να επωμισθεί ένα ακόμα βάρος. Θα πρέπει να αντιμετωπίσει ακόμη μία μεγάλη πρόκληση…