Ο Εθνικός Σχεδιασμός για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό εργαλείο για τη χάραξη ολοκληρωμένης στρατηγικής για την ενέργεια. Είναι σαφές ότι η πρόκληση της Κλιματικής Αλλαγής και η προσαρμογή του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου στις απαιτήσεις αυτής, απαιτούν πλέον βαθιές και ριζοσπαστικές τομές, στις οποίες καλείται να προχωρήσει η ελληνική πολιτεία και κοινωνία. Δυστυχώς, στη χώρα μας -και παρά το γεγονός ότι ήταν εμφανής η επανάσταση που επρόκειτο να γίνει στην ενεργειακή δομή των σύγχρονων κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο-, δεν έγιναν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι αναγκαίες αλλαγές, ώστε η προσαρμογή αυτή να γίνει ομαλά.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μετάβαση. Η έγκαιρη προσαρμογή μας σε αυτή την αλλαγή αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Για να μπορέσει ένα σχέδιο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα στοχευμένο. Δυστυχώς κάτι τέτοιο απουσιάζει από το προσχέδιο του ΕΣΕΚ που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.
Στο σχεδιασμό προβλέπεται ότι ο λιγνίτης θα περιοριστεί αρκετά σε σχέση με τη σημερινή παραγωγή. Λαμβάνοντας υπόψη όμως τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και διεθνή κλιματική πολιτική, τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που επιβάλλει αυστηρά όρια εκπομπών και την εκτόξευση των τιμών διοξειδίου του άνθρακα, ενδέχεται η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής να είναι πολύ δραστικότερη από αυτή που παρουσιάζει ο ΕΣΕΚ. Επομένως είναι απολύτως αναγκαίο να διαμορφωθούν και να μελετηθούν εναλλακτικά σενάρια, ώστε να γίνει η απαραίτητη προετοιμασία και πρόβλεψη, προκειμένου να αποφευχθεί η εκτίναξη της ανεργίας και η γενικότερη ασφυξία της τοπικής μας οικονομίας.
Πολύ σημαντικό πρόβλημα του ΕΣΕΚ είναι το γεγονός ότι δεν καταγράφεται ποιες λιγνιτικές μονάδες θα κλείσουν και πότε, ούτε ποια ορυχεία θα επαναποδοθούν προς αξιοποίηση τα επόμενα χρόνια. Με βάση τα παραπάνω, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην μπορέσει να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο μετάβασης για τις λιγνιτικές περιοχές.
Θεωρώ κρίσιμο να υπάρξει πλέον σαφής εξειδίκευση του σχεδιασμού και ρεαλιστική αποτύπωση των τάσεων της αγοράς, ειδάλλως ο σχεδιασμός θα μετατραπεί σε ένα κείμενο με ευσεβείς πόθους. Αυτές ήταν, άλλωστε, και οι λογικές του παρελθόντος, που οδήγησαν τα πράγματα σε αδιέξοδο.
Το σημαντικότερο έλλειμμα του σχεδίου αφορά στην απουσία ουσιαστικής αναφοράς στις λιγνιτικές περιοχές. Είναι, επίσης, αναγκαία η ενσωμάτωση συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων στο σχέδιο, με έμφαση στην πρόβλεψη για στήριξη των λιγνιτικών περιοχών (Κοζάνη – Πτολεμαΐδα – Αμύνταιο - Φλώρινα – Μεγαλόπολη).
Στο σχέδιο υπάρχει μια πολύ γενική καταγραφή της θετικής πρωτοβουλίας του Υπουργείου ΠΕΝ για το Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Είναι απαραίτητο να υπάρξει ρητή αναφορά στην επέκταση της εφαρμογής του Εθνικού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για την περίοδο μετά το 2020 και μέχρι το 2030, καθώς και στην υποχρέωση ουσιαστικής στήριξης των παραπάνω περιοχών με εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους!
Ζητάμε από την κυβέρνηση και τη ΔΕΗ:
• Ένα ρεαλιστικό σχέδιο χρηματοδοτικής ενίσχυσης της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης για τη μετάβαση στην μεταλιγνιτική περίοδο. Έγκαιρος προγραμματισμός για το επόμενο ΕΣΠΑ 2021 – 2027, ώστε να υπάρξει διακριτή γραμμή υποστήριξης της δίκαιης και ομαλής μετάβασης των ανθρακικών περιοχών.
• Σαφή εξειδίκευση του ΕΣΕΚ, ως προς τα επιμέρους χρονοδιαγράμματα τόσο για την λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων όσο και για την επαναπόδοση των εδαφών στους Δήμους και την Περιφέρεια Δυτ. Μακεδονίας.
Με βάση τα παραπάνω, αλλά και την πολύ σημαντική δουλειά που ήδη έχε γίνει (συμμετοχή στο COAL PLATFORM, συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για Τεχνική Στήριξη της Περιφέρεις μας, κ.λ.π.), θα πρέπει, να περιλαμβάνεται στον ΕΣΕΚ, -με τον συντονισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας- η εκπόνηση και η υλοποίηση ενός σχεδίου για τη μετάβαση των ανθρακικών περιοχών, με στοχευμένη χρονοδιαγράμματα και με συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία.