Ο ρόλος που οφείλουν να παίξουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην τρέχουσα συγκυρία είναι αδιαμφισβήτητος. Ως πυλωροί της ρευστότητας, καλούνται να δώσουν χρήματα σε επιχειρήσεις που το έχουν ανάγκη, διευκολύνοντάς τες να ξεπεράσουν τις πρωτοφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζει όχι μόνο η χώρα μας αλλά ολόκληρος ο πλανήτης.
Προφανώς, το να κρατούν τα χρήματα «στα σεντούκια τους» ή να τα επενδύουν σε άλλα προϊόντα, μόνο και μόνο για να αυξήσουν τα κέρδη τους εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, είναι πρακτική αντιδεοντολογική και εν πολλοίς ανεπίτρεπτη σήμερα.
Από την άλλη, τα «λεφτά από το ελικόπτερο» δεν υφίστανται και μόνο κακό θα προκαλέσουν.
Υπάρχουν λοιπόν δύο βασικές κατηγορίες στις οποίες δεν πρέπει να δώσουν χρήματα οι τράπεζες, παρά τις ισχυρότατες πιέσεις που δέχονται.
Η πρώτη είναι εν πολλοίς αυτονόητοι και αφορά τους γνωστούς «μπαταχτσήδες» και «λαμόγια» που μυρίστηκαν δωρεάν ή φθηνό χρήμα και έσπευσαν να ζητήσουν το μερίδιό τους. Όπως μου έλεγαν κορυφαίοι τραπεζίτες, η κατάσταση θυμίζει –κατ’ αναλογία- τις φωτιές στην Ηλεία, όπου είχαν συρρεύσει «πυρόπληκτοι» από όλοι την Ελλάδα για να πάρουν την έκτακτη ενίσχυση που μοίραζε τότε, με κλειστά μάτια, το κράτος. Και βέβαια, λίγα χρόνια αργότερα, βιώσαμε όλοι μας τις συνέπειες αυτής της πολιτικής.
Έτσι, αν οι τράπεζες μοιράσουν άκριτα χρήμα είναι σίγουρο ότι πολύ γρήγορα αυτό θα «σκάσει», δημιουργώντας μια νέα γενικά κόκκινων δανείων, νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις και στο τέλος νέα ανακεφαλαιοποίηση που θα προέλθει, ως συνήθως, από την τσέπη του φορολογούμενου.
Βέβαια, άλλο να το λες και άλλο να τον κάνεις. Ειδικά όταν –όπως έχει βουίξει η πιάτσα- στα χέρια των τραπεζιτών φτάνουν καθημερινά λίστες με δεκάδες ή και εκατοντάδες ονόματα και ΑΦΜ προς δανεισμό. Στα οποία περιλαμβάνονται επιχειρήσεις που δεν πρέπει να πάρουν δάνειο ούτε τη… Δευτέρα Παρουσία, έχουν όμως ισχυρούς φίλους που λένε στους τραπεζίτες ότι «είναι καλό παιδί, να το βοηθήσουμε».
Η δεύτερη κατηγορία είναι πιο περίπλοκη αλλά εξίσου σημαντική. Και αυτό γιατί αφορά μεγάλες, υγιείς επιχειρήσεις που παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία και έχουν καλές σχέσεις με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Άρα, εκ πρώτης όψεως, είναι οι υπ’ αριθμόν ένα υποψήφιοι για «καλό» δανεισμό. Όπερ και εγένετο, με την πρώτη φουρνιά δανείων να πηγαίνουν μαζικά –και με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια- σε λίγες αλλά πολύ μεγάλες εταιρείες.
Εντούτοις, η επιλογή αυτή των τραπεζών σήμαινε ότι για τους μικρομεσαίους έμειναν ελάχιστα χρήματα, με αποτέλεσμα χιλιάδες αιτήσεις ΤΕΠΙΧ να μην ικανοποιηθούν, παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες ήταν υγιείς και πληρούσαν όλα τα κριτήρια.
Και εδώ τίθεται ένα μείζον ηθικό θέμα: Θέλουμε να δίνουμε δάνεια μόνο σε λίγους και εκλεκτούς, που θα δεσμεύσουν φθηνό χρήμα, κατά πάσα πιθανότητα χωρίς να το αξιοποιήσουν άμεσα, ή να το ρίξουμε σε υγιείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που το έχουν πραγματικά ανάγκη στην τρέχουσα συγκυρία; Προφανώς και σε αυτή την περίπτωση, οι πιέσεις προς τις τράπεζες είναι αφόρητες.
Και εδώ ακριβώς έρχεται ο εποπτικός ρόλος τόσο της κυβέρνησης όσο και της Τράπεζας της Ελλάδος. Που οφείλουν να ελέγξουν αλλά ταυτόχρονα και να προστατεύσουν τις τράπεζες, ούτως ώστε τα χρήματα που θα δώσουν, αλλά και που δεν θα δώσουν, να πιάσουν πραγματικά τόπο.