Όπως κάθε χρόνο τα δυο τελευταία έτη , δίνεται στους φορολογούμενους -έγγαμοι ή με σύμφωνο συμβίωσης- η δυνατότητα υποβολής χωριστής δήλωσης φόρου εισοδήματος για το προηγούμενο έτος, αρκεί να το γνωστοποιήσουν μέσω της ειδικής πλατφόρμας της Α.Α.Δ.Ε. μέχρι τις 28 Φεβρουάριου.
Η επιλογή αυτή νομοθετήθηκε από το ελληνικό κράτος για πρώτη φορά το 2019 για τα εισοδήματα του 2018 ώστε να εναρμονίσει την φορολογική νομοθεσία με τις τότε πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ. Με τη δυνατότητα αυτή η κοινή δήλωση για τη σύζυγο ή το ένα μέρος του συμφώνου συμβίωσης έγινε επιλογή και όχι εξαναγκασμός.
Πέρα από το αυτονόητο δικαίωμα του κάθε ατόμου στον φορολογικό του αυτοπροσδιορισμό όμως ας δούμε αναλυτικά αν και πότε προκύπτει φορολογικό όφελος από την επιλογή αυτή.
Α. Τεκμήρια
Σε περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης οι υπόχρεοι «επιβαρύνονται» από κοινού με 5.000 ευρώ τεκμήριο διαβίωσης. Αυτό είναι το ποσό που θεωρεί το υπουργείο ότι ξοδεύει κατ’ ελάχιστο ένα ζευγάρι για διαβίωση. Αντίθετα αν το ζευγάρι υποβάλλει δυο ξεχωριστές δηλώσεις θα επιβαρυνθούν με 3.000 ευρώ τεκμήριο διαβίωσης ο καθένας. Έτσι αθροιστικά προκύπτει μια «επιβάρυνση» κατά 1.000 ευρώ σε τεκμαρτό εισόδημα από ότι αν έκαναν κοινή δήλωση.
Μια άλλη δυνατότητα που χάνεται με την επιλογή των δυο χωριστών δηλώσεων είναι αυτή της αλληλοκάλυψης τεκμηρίων μεταξύ του ζεύγους. Έτσι δεν μπορεί ο ένας να χρησιμοποιήσει αυτόματα τα εισοδήματα του άλλου για την κάλυψη των τεκμηρίων του εξαιτίας της μη σύνδεσης των δυο χωριστών δηλώσεων.
Προέκταση της μη σύνδεσης των δυο χωριστών δηλώσεων του ζευγαριού συνεπάγεται πως οι φορολογούμενοι μπορούν να επικαλεστούν μόνο δικά τους εισοδήματα προηγούμενων ετών για την κάλυψη τεκμηρίων και όχι των κοινών εισοδημάτων τους όπως συμβαίνει με τους υπόχρεους κοινής δήλωσης.
Ας δούμε ένα παράδειγμα διαφορετικής αντιμετώπισης ζευγαριού στις περιπτώσεις κοινής αλλά και χωριστών δηλώσεων. Έστω φορολογούμενοι με 8.000€ εισόδημα για τον υπόχρεο και 8.000€ για τη σύζυγο, με ένα αυτοκίνητο 1.600 κυβικών με τεκμήριο 6.400€ καθώς και ένα σπίτι 75 τ.μ. με τεκμήριο 3.000€ κυριότητας υπόχρεου. Με την επιλογή κοινής δήλωσης του ζευγαριού δεν θα φορολογηθούν καθώς τα τεκμαρτά τους εισοδήματα ανέρχονται σε 14.400€ τα οποία καλύπτονται από το συνολικό τους εισόδημα των 16.000€. Στην περίπτωση που το ζευγάρι επιλέξει να υποβάλει χωριστές δηλώσεις τότε ο φορολογούμενος θα κληθεί να καταβάλει φόρο για τη διάφορα των τεκμαρτών του εισοδημάτων 12.400€ έναντι των πραγματικών 8.000€ με τη επιβάρυνση του φόρου να ανέρχεται σε 968€, ή (εφόσον έχει) να χρησιμοποιήσει εισοδήματα προηγουμένων ετών για την ανάλωση κεφαλαίου.
Β. Αποδείξεις
Με την επιλογή χωριστών δηλώσεων δεν μπορεί ο ένας σύζυγος να χρησιμοποιήσει τις έξτρα αποδείξεις που ενδεχομένως έχει ο άλλος και απαιτούνται για την εξασφάλιση του αφορολογήτου.
Γ. Προσωπικά δεδομένα
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως παρόλο που και στις κοινές δηλώσεις εισοδήματος γίνεται ξεχωριστός προσδιορισμός του φόρου για τα δυο μέλη, και έχουν τη δυνατότητα να ανήκουν σε διαφορετικές Δ.Ο.Υ. αλλά και να λαμβάνουν επιστροφή φόρου ανεξάρτητα αν το άλλο μέλος οφείλει φόρους, υπάρχει ένα μειονέκτημα που αφορά στα προσωπικά δεδομένα.
Με την κοινή δήλωση όταν κάποια δημοσιά υπηρεσία, τράπεζα ή παρόμοιος οργανισμός ζητήσει και λάβει το Ε1 του ενός αυτομάτως θα πληροφορηθεί και για τα οικονομικά δεδομένα του άλλου.
Δ. Σημεία προσοχής
Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην κατοικία που θα δηλώνουν οι σύζυγοι που θα επιλέξουν να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις καθώς κατά περίπτωση δύναται να δηλώσουν πως συνοικούν με τον σύζυγο τους ή να δηλώσουν μόνο το ποσοστό κυριότητας τους, στο ακίνητο που διαμένουν στον πίνακα 5 της φορολογικής τους δήλωσης. Στην περίπτωση δε που ο ένας από τους δυο συζυγούς είναι φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής με το σπίτι που διαμένει ο έτερος σύζυγος να είναι στην κυριότητα του τότε η δήλωση περιπλέκεται…
Συμπερασματικά η επιλογή ή όχι χωριστής δήλωσης θα πρέπει πάντα να γίνεται με τη δέουσα προσοχή και βάσει του γενικότερου φορολογικού σχεδιασμού των φορολογουμένων και ιδανικά μετά από συζήτηση με κάποιον ειδικό.