Η ανάπτυξη μίας οικονομίας, εξαρτάται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες: Τη γεωγραφική θέση της χώρας, το επίπεδο κατάρτισης του ανθρώπινου κεφαλαίου της, τη δυνατότητά της να προσελκύει ποιοτικές επενδύσεις, κ.λπ. Πέρα από τις αρκετές μελέτες και τα εκατοντάδες άρθρα που την επιβεβαιώνουν, αυταπόδεικτη είναι και η θετική συσχέτιση μεταξύ ανάπτυξης και απασχόλησης, με την τελευταία να αποτελεί καταλύτη της πρώτης.
Έπειτα από μια δεκαετία βαθιάς οικονομικής κρίσης και ύφεσης, και εν μέσω των πρωτοφανών διαταραχών που προκάλεσε ο COVID-19, η στήριξη και ενίσχυση της απασχόλησης και της εργασίας αποτελούν, αναπόφευκτα, φλέγουσες προτεραιότητες για την Ελλάδα.
Κάθε συζήτηση για την τόνωση της απασχόλησης στην Ελλάδα, θα πρέπει να έχει στην καρδιά της, τους μισθωτούς – εκείνους που στα χρόνια της κρίσης είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται στον βωμό της επιβαλλόμενης φορολογίας.
Λίγο πριν την πανδημία, ξεκίνησαν να λαμβάνονται πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της απασχόλησης, οι οποίες, παρά τις, ομολογουμένως, δυσχερείς συνθήκες που εισήγαγε ο COVID-19, συνεχίζουν να προχωρούν σταθερά και προς τη σωστή κατεύθυνση, με πρόσφατα παραδείγματα την παροχή κινήτρων για μεταφορά της φορολογικής κατοικίας εργαζομένων του εξωτερικού στη χώρα μας, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 μονάδες, και την αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης για το 2021.
Παρατηρώντας, όμως, τον δρόμο που έχουμε να διανύσουμε προς την ανάπτυξη, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετά εμπόδια ακόμη, τα οποία και θα πρέπει να διευθετήσουμε, προτού να είμαστε σε θέση να «τρέξουμε» σε αυτόν τον μαραθώνιο.
Το μη μισθολογικό και ασφαλιστικό κόστος της εργασίας, συνεχίζει να επισκιάζει αυτή την προσπάθεια, παρά τις πρόσφατες κινήσεις για την ελάφρυνσή τους. Η σταθερά υπέρμετρη επιβάρυνση των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και των εργοδοτριών επιχειρήσεων κρατά «στα χαμηλά» την παραγωγικότητα, πνίγοντας εν τη γενέσει κάθε προσπάθεια ενίσχυσή της.
Στο ίδιο πλαίσιο, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η οριστική κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Η αναστολή καταβολής του για το 2021, αποτελεί ένα βήμα προς αυτή τη, σωστή, κατεύθυνση.
Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, και ανάλογα με το πόσο το επιτρέπει η δημοσιονομική κατάσταση, είναι κρίσιμο να εφαρμοστεί μεσοπρόθεσμα ένας χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής και να επανεξεταστεί το ζήτημα των εισφορών σε μία δικαιότερη αναδιανεμητική βάση.
Βεβαίως, όμως, για να μπορέσουν να εισαχθούν τέτοιες, «γενναιότερες», ελαφρύνσεις και να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, η πάταξη της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της εισφοροδιαφυγής, θα πρέπει να βρίσκονται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Πολιτείας.
Για να μειωθούν τα φορολογικά βάρη αλλά και η ανεργία στη χώρα μας πρέπει επιτέλους να υπάρξει συναίνεση πάνω στο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό και παραγωγικό μοντέλο, ώστε να μη σπαταλώνται πολύτιμοι πόροι σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις και όχι μόνο.
Εάν κάτι μας έμαθε η εμπειρία των περασμένων δέκα ετών είναι ότι η φορολογική, εργατική και ασφαλιστική πολιτική στην Ελλάδα οφείλουν να επανασχεδιαστούν με τον συνεπή φορολογούμενο κατά νου. Δεν είναι μόνο θέμα ανάπτυξης, αλλά και δικαιοσύνης.
Καθώς θα αφήνουμε πίσω τις προκλήσεις και τα κακώς κείμενα του παρελθόντος, η φορολογία οφείλει να αποτελέσει εργαλείο ανάπτυξης και όχι απλώς άντλησης εσόδων από το κράτος σε μια προσπάθεια κάλυψης διαφόρων δημοσιονομικών κενών. Η ανάπτυξη ξεκινά από τη στήριξη των σημαντικότερων μερών της ατμομηχανής που ονομάζεται οικονομία: Τους εργαζόμενους.
*Ο κ. Στέφανος Μήτσιος είναι Partner και Επικεφαλής Φορολογικού Τμήματος EY Ελλάδος.