Σημαντική πρόοδο σημείωσαν οι σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν, με την κοινή ανακοίνωση της Παρασκευής στην οποία σημειώνεται ότι ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις μέσω διαμεσολαβητών την επόμενη εβδομάδα για να προσπαθήσουν να επιστρέψουν και οι δύο χώρες στη συμφωνία που περιορίζει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν του 2015.
Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, Νεντ Πράις, χαρακτήρισε την επανάληψη των διαπραγματεύσεων, που έχουν προγραμματιστεί για την Τρίτη στη Βιέννη, «ένα υγιές βήμα προς τα εμπρός», προσθέτοντας με νόημα ότι δεν αναμένουν οι ΗΠΑ κάποια άμεση πρόοδο καθώς οι διαπραγματεύσεις αυτές είναι πολύ δύσκολες. Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκε και ο εκπρόσωπος της Ρωσίας σε διεθνείς οργανισμούς στη Βιέννη, Μιχαήλ Ολιάνοφ, που είπε ότι ναι μεν οι εξελίξεις βρίσκονται στη σωστή οδό, αλλά δεν είναι εύκολος ο δρόμος για την επίτευξη οποιασδήποτε συμφωνίας και απαιτούνται πολλές, εντατικές προσπάθειες.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει αποτελέσει την αφορμή για διευρυμένες κυρώσεις από τις ΗΠΑ στη χώρα του Αλί Χαμενέι και σημείο τριβής για τη διεθνή κοινότητα. Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες τόσο να αναχαιτιστεί η πρόοδος που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια -με τον φόβο ότι η ισχυρή χώρα της Μ. Ανατολής θα κατέχει πυρηνικά όπλα- όσο και να μπει σε μια λογική διεθνούς συνεργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, τον Ιούλιο του 2015, το Ιράν υπέγραψε συμφωνία με την ΕΕ, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία την Κίνα, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ η οποία είχε ως σκοπό τον έλεγχο των μη χαρτογραφημένων πυρηνικών εργοστασίων στη χώρα και τη δραστική αποκλιμάκωση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν μέχρι το 2030. Η διακυβέρνηση Τραμπ αποχώρησε με πάταγο από τη συμφωνία αυτή τον Μάϊο του 2018, ενισχύοντας τις σκληρές οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν.
Ο Τζο Μπάιντεν, παρόλο που δεν έχει αποσύρει μέχρι τώρα τις κυρώσεις του Τραμπ -εν μέρει γιατί πιθανά θα καταστούν οι ΗΠΑ υπόχρεες αποζημιώσεων απέναντι στο Ιράν- εντούτοις έχει δείξει ότι προτιμά μια διαφορετική στρατηγική προσέγγιση. Αρχικά, επικοινώνησε έμμεσα με τους υπόλοιπους που συμμετείχαν στην αρχική συμφωνία του 2015 και έλαβε εγγυήσεις ότι το Ιράν θέλει και αυτό να επιστρέψει στην ίδια συμφωνία και είναι διατεθειμένο να συζητήσει και όχι να περιχαρακωθεί. Με βάση αυτή την επικοινωνία δημιουργήθηκαν και οι ομάδες εργασίας που θα ξεκινήσουν τις άτυπες διαπραγματεύσεις την Τρίτη.
Η πολιτική επιλογή του Μπάιντεν είναι να επαναφέρει στην πράξη τη συμφωνία του 2015 αλλά βασισμένη σε έναν καινούριο οδικό χάρτη για την εκπλήρωση του στόχου του πυρηνικού περιορισμού του Ιράν το 2030.
Ποια είναι η στάση του Ιράν;
Το Ιράν, μέσω του ανώτατου ηγέτη του Αλί Χαμενέι, έχει κάνει σαφές ότι πρώτα επιθυμεί να αρθούν οι πρόσφατες αμερικάνικες κυρώσεις και μετά να μπει στη συζήτηση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση του πυρηνικού προγράμματος του, λέγοντας με έμφαση ότι «έχουμε πολλή υπομονή και δεν βιαζόμαστε».
Επίσης, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Τζαβάντ Ζαρίφ, είπε ότι στόχος της συνόδου της Βιέννης θα πρέπει να είναι η γρήγορη οριστικοποίηση των μέτρων άρσης των κυρώσεων από τις ΗΠΑ, ως πρώτο βήμα για ολοκληρωτική άρση των κυρώσεων απέναντι στο Ιράν.
Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Το Ιράν βρίσκεται τυπικά σε προεκλογική περίοδο και το τί θα συμβεί με το πυρηνικό πρόγραμμα και τις σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι ένα βασικό χαρτί που θα παίξει τόσο η κυβέρνηση (που δεν χαίρει ιδιαίτερης δημοφιλίας, κυρίως λόγω του τρόπου διαχείρισης της πανδημίας) όσο και η αντιπολίτευση που έχει αρκετές διαιρέσεις στο εσωτερικό της για το ζήτημα. Συνεπώς, το ποια τάση θα επικρατήσει, αν η πολιτική απέναντι στην διακυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι επιεικής ή σκληρή, θα κρίνει πολλά για το μέλλον της συγκεκριμένης συμφωνίας.
Από την άλλη και οι ΗΠΑ φαίνεται να βιάζονται με τη σειρά τους, γιατί θα ήθελαν να κλείσουν το θέμα του Ιράν όσο πιο γρήγορα γίνεται, με δεδομένο ότι έχει υπάρξει η συμφωνία Ιράν – Κίνας και με δεδομένη επίσης, τη στροφή του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία.
Τελικά, έχουμε μπει σε μια νέα φάση όπου οι δύο βασικοί «παίχτες» της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν προσπαθούν να κάνουν τον χρόνο να δουλέψει προς όφελός τους, όμως μαζί με αυτό έχουμε μια ξεκάθαρη νέα προσέγγιση ότι η συζήτηση θα λάβει και επίσημες διαστάσεις και δεν θα μείνει σε άτυπες ομάδες εργασίας.