Με τη Συμφωνία του Παρισιού το 2015, 192 χώρες υιοθέτησαν έναν τολμηρό στόχο: να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHG) αρκετά ώστε να περιοριστεί η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας «πολύ κάτω από τους 2 °C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα». Ο κόσμος πρέπει να φτάσει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές GHG στις αρχές του δεύτερου μισού του αιώνα, κάτι το οποίο απαιτεί το μετασχηματισμό τόσο των οικονομιών όσο και των κοινωνιών.
Μέχρι σήμερα, 136 από τις χώρες που έχουν υπογράψει τη συμφωνία και είναι υπεύθυνες για το 83% των παγκόσμιων εκπομπών, έχουν δεσμευθεί για καθαρές μηδενικές εκπομπές. Ωστόσο, η τελευταία έκθεση για το χάσμα εκπομπών από το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ (UNEP) διαπίστωσε ότι οι νέες και ενημερωμένες εθνικά καθορισμένες συνεισφορές υπολείπονται κατά πολύ σε ό,τι αφορά την υλοποίηση στρατηγικών για την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Φυσικά, την ευθύνη δεν την έχουν μόνο οι κυβερνήσεις ή ο ιδιωτικός τομέας, αλλά και το «σπάταλο» Δημόσιο.
Καθώς εντείνονται οι παγκόσμιες προσπάθειες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, οι οντότητες του δημόσιου τομέα διαδραματίζουν όλο και πιο κρίσιμο ρόλο όχι μόνο στον καθορισμό αλλά και στην υλοποίηση πιο τολμηρών προγραμμάτων. Και αυτό επειδή, οι δαπάνες του δημόσιου τομέα αντιπροσωπεύουν το 47% του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 44% στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 39% στην Ιαπωνία και το 18% στην Ινδία.Ως εκ τούτου, η μείωση των εκπομπών του δημόσιου τομέα θα μπορούσε να είναι σημαντική συνιστώσα των περισσότερων εθνικών στρατηγικών απαλλαγής από τον άνθρακα.
Τα προβλήματα και οι προκλήσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας στο δημόσιο
Ορισμένες κυβερνήσεις έχουν ήδη ενεργήσει για να μειώσουν τις εκπομπές από τις δραστηριότητές τους. Ωστόσο, πολλοί οργανισμοί του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα για να προωθήσουν την πλήρη απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και να τροφοδοτήσουν τον παγκόσμιο μετασχηματισμό προς τις καθαρές μηδενικές εκπομπές.
Η πίεση και τα κίνητρα για την υιοθέτηση βιώσιμων οργανωτικών στρατηγικών είναι πιο αδύναμα στον δημόσιο τομέα, εν μέρει επειδή ο περιορισμένος ανταγωνισμός μεταξύ των δημόσιων υπηρεσιών προσφέρει λιγότερα κίνητρα για πιο βιώσιμη συμπεριφορά ενώ παραδοσιακά το Δημόσιο θεωρείται λιγότερο ευέλικτο στην υλοποίηση αλλαγών σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Η υιοθέτηση ψηφιακών υπηρεσιών υγείας μπορεί, για παράδειγμα, να μειώσει τις συνολικές εκπομπές μειώνοντας τον όγκο των μετακινήσεων που απαιτούνται για τους ασθενείς και τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας. Από την άλλη, όμως, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά άτομα που δεν έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστες ευρυζωνικές ή συνδεδεμένες συσκευές.
Η έλλειψη μιας κοινής ολοκληρωμένης πολιτικής μεταξύ των φορέων του δημόσιου τομέα μπορεί επίσης να εμποδίσει τη συνολική απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές. Τοπικές, περιφερειακές και εθνικές αρχές, δημόσιες επιχειρήσεις και άλλοι οργανισμοί (όπως σχολεία, νοσοκομεία και μεταφορές) συχνά λειτουργούν ανεξάρτητα. Η αποτυχία ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να καταστήσει δύσκολη τη μόχλευση της συνολικής κλίμακας του δημόσιου τομέα και την αξιοποίηση των συλλογικών πόρων, των δεξιοτήτων και των γνώσεων του.
Ένα ακόμη πρόβλημα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις είναι εκείνο της παρακολούθησης των επιπτώσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο κλίμα ενώ οι αναδιοργανώσεις/μετακινήσεις στις οποίες υποβάλλονται οι φορείς και τα ιδρύματα καθιστούν τη σύγκριση των εκπομπών περίπλοκη.
Ποιες βιώσιμες στρατηγικές μπορεί να ακολουθήσει ο δημόσιος τομέας
Οι βιώσιμες στρατηγικές για οργανισμούς του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν πολλαπλές πρωτοβουλίες, που κατηγοριοποιούνται σε «πεδία» σύμφωνα το διεθνές πρωτόκολλο «Greenhouse Gas Protocol» (GHG). Σύμφωνα με αυτό, το Πεδίο 1 περιλαμβάνει τις άμεσες εκπομπές από ιδιόκτητες ή ελεγχόμενες πηγές, το Πεδίο 2 καλύπτει τις έμμεσες εκπομπές από την παραγωγή αγοραζόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, ατμού, θέρμανσης και ψύξης και το Πεδίο 3 περιλαμβάνει όλες τις άλλες έμμεσες εκπομπές (όπως ταξίδια εργαζομένων και ενέργειες προμηθευτών) στην αλυσίδα αξίας ενός οργανισμού.
Τα μέτρα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους οργανισμούς του δημόσιου τομέα να γίνουν πιο βιώσιμοι αφορούν πρωτίστως στην απανθρακοποίηση κτιρίων και λειτουργιών (πεδία 1, 2 και 3). Για την απαλλαγή των υφιστάμενων κτιρίων από τον άνθρακα, οι οργανισμοί του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν διάφορους τρόπους. Αυτοί περιλαμβάνουν τη βελτίωση της μόνωσης, τη μεγιστοποίηση της χρήσης φωτισμού LED, την αντικατάσταση των λεβήτων πετρελαίου και αερίου με αντλίες θερμότητας, την πιστοποίηση κτιρίων και την υιοθέτηση τεχνολογιών (όπως αισθητήρες φωτισμού και ελέγχου θερμοκρασίας) για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Η εσωτερική ενημέρωση θα μπορούσε να ευαισθητοποιήσει τους εργαζόμενους για την κατανάλωση ενέργειας και να ενθαρρύνει νέα είδη συμπεριφοράς. Οι δημόσιοι φορείς θα μπορούσαν επίσης να επιλέξουν στρατηγικές που βασίζονται στην ουδετερότητα άνθρακα ως προς τα νέα κτίρια, να εγκαταστήσουν πράσινες στέγες που θα μπορούσαν να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας, να βελτιώσουν τη διαχείριση του νερού και να ενισχύσουν τη βιοποικιλότητα.
Για παράδειγμα, το κυβερνητικό πρόγραμμα για ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα της Νέας Ζηλανδίας, το οποίο υποστηρίζεται από το Ταμείο Απανθρακοποίησης της χώρας (με κεφάλαια 130 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ), εργάζεται για να καταστήσει τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα ανθρακικά ουδέτερες έως το 2025. Το πρόγραμμα θα χρηματοδοτήσει την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων και την αντικατάσταση λεβήτων ορυκτών καυσίμων με καθαρότερες εναλλακτικές λύσεις. Επιπλέον, απαιτεί τα νέα κτίρια του δημόσιου τομέα να πληρούν τα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης και οι φορείς του δημόσιου τομέα να αρχίσουν να μετρούν και να αναφέρουν δημόσια τις εκπομπές τους έως το 2025 και να αντισταθμίσουν εκείνες που δεν μπορούν να μειώσουν.
Οι οργανισμοί θα μπορούσαν να εισαγάγουν βιώσιμες πρακτικές, όπως η χρήση περιβαλλοντικά βιώσιμων ξενοδοχείων, η ενθάρρυνση πτήσεων με χαμηλότερο αποτύπωμα CO2, η αντικατάσταση των πτήσεων με ταξίδια με τρένο, η εισαγωγή αυστηρότερων κριτηρίων για τα απαραίτητα επαγγελματικά ταξίδια, η αντιστάθμιση των βασικών ταξιδιών με πιστώσεις άνθρακα και η επιλογή πιο βιώσιμων αεροπορικών εταιρειών. Οι δημόσιοι φορείς με στόλους φορτηγών θα μπορούσαν να υιοθετήσουν λύσεις για την απαλλαγή τους από άνθρακα, όπως η μετάβαση σε LNG ή συμπιεσμένο φυσικό αέριο, η πιλοτική λειτουργία οχημάτων υδρογόνου ή ηλεκτρικών οχημάτων.
Μία ακόμη στρατηγική που θα μπορούσε να υιοθετήσει το Δημόσιο είναι η θέσπιση νέων κριτηρίων προμήθειας (πεδίο 3), η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και εταιρικής διακυβέρνησης κριτηρίων. Οι δημόσιοι φορείς θα μπορούσαν να ενσωματώσουν κριτήρια ESG στις πρακτικές προμηθειών τους και στη λήψη αποφάσεων προσθέτοντας, για παράδειγμα, μετρήσεις ESG στα αιτήματά τους για προσφορές και ενσωματώνοντας την τιμολόγηση του CO2. Θα μπορούσαν επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο απαλλαγής από τις ανθρακούχες στρατηγικές εφοδιασμού τους επιλέγοντας τοπικούς παρόχους υπηρεσιών και ενημερώνοντας τους κώδικες δεοντολογίας των προμηθευτών τους. Η εισαγωγή νέων απαιτήσεων και μοντέλων συνεργασίας με προμηθευτές για την προώθηση της βιωσιμότητας σε όλη την αλυσίδα αξίας μπορεί να διασφαλίσει την πρόσβαση σε καινοτομίες που θα ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις, τόσο των πελατών όσο και των αγορών, για βιώσιμα προϊόντα και τεχνολογίες.
Ορισμένες χώρες έχουν ήδη θέσει νέους κανόνες για τις προμήθειες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο δημόσιος τομέας της Σιγκαπούρης, έχει δεσμευτεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην προώθηση πράσινων προσπαθειών, όπως ο καθορισμός φιλόδοξων στόχων που ενσωματώνουν ζητήματα βιωσιμότητας στις υποδομές, τις λειτουργίες και τις αποφάσεις προμηθειών του.
Στο Πεδίο 3 εντάσσεται και η συμπεριφορά του ανθρώπινου δυναμικού. Οι δημόσιοι τομείς του κόσμου απασχολούσαν συλλογικά περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού το 2021. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εκπομπές που παράγονται από τους υπαλλήλους τους στην εργασία και κατά τη μεταφορά από και προς την εργασία, με κίνητρα όπως η ενθάρρυνση χρήσης ποδήλατου για τη μετάβαση στην εργασία ή η τηλεργασία.Οι οντότητες του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν επίσης να ενθαρρύνουν (ή ακόμη και να επιδοτούν άμεσα τη μετάβαση των υπαλλήλων τους σε οχήματα μηδενικών εκπομπών ρύπων για μετακινήσεις ή επαγγελματικά ταξίδια. Η ενθάρρυνση της υιοθέτησης βιώσιμων «μικροσυμπεριφορών» - όπως η ανακύκλωση και η εξοικονόμηση ενέργειας με το σβήσιμο των φώτων και τον προγραμματισμό θερμοστατών - θα μπορούσε επίσης να συμβάλει σημαντικά στη αθροιστική βιωσιμότητα ενός οργανισμού.
Τι κάνει το ελληνικό Δημόσιο για να βελτιώσει τη δική του ενεργειακή απόδοση
Το ελληνικό δημόσιο έχει αρχίσει να υιοθετεί πιο δυναμικές στρατηγικές για τη μείωση των ρύπων και την εξοικονόμηση ενέργειας. Με στόχο την μείωση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο, το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τις εισαγωγές από τη Ρωσία αλλά και των λογαριασμών ρεύματος, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας στο Δημόσιο τα οποία αφορούν σε παρεμβάσεις στα κτίρια, στις υποδομές, στις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, στον οδοφωτισμό, στον έλεγχο της ορθής χρήσης της ενέργειας εντός των κτιρίων και στους εξωτερικούς δημόσιους χώρους. Εκτός από τον ορισμό ενεργειακών υπαλλήλων, δρομολογούνται συστάσεις και προς τους εργαζομένους προκειμένου να ενεργοποιηθεί η ατομική ευθύνη και να αποφευχθεί η άσκοπη σπατάλη ενέργειας.
Στο ίδιο πλαίσιο, έχει ξεκινήσει και το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ για τα κτίρια του δημοσίου τομέα, ύψους 640 εκατ. ευρώ. Μέσω της συγκεκριμένης δράσης εκτιμάται ότι θα αναβαθμιστούν ενεργειακά 2.5 εκατ. τ.μ. κτιρίων του δημοσίου τομέα ενώ θα επιτευχθεί, κατ’ ελάχιστον, 30% εξοικονόμηση ετήσιας πρωτογενούς ενέργειας που απαιτείται για τις ανάγκες των τεχνικών συστημάτων που εξυπηρετούν το κτίριο και 30% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.