Ξεκίνησε με συγκαλυμμένη απληστία, ύστερα υποσχέθηκε να αλλάξει αλλά δεν το έπραξε... Αυτή ήταν η προς ανατολάς πολιτική της Γερμανίας από το 1991 (και την πτώση του της ΕΣΣΔ), αναφέρει σε ανάλυση του το think tank του CEPA, στον απόηχο της αποτυχίας επίτευξης συμφωνίας όσον αφορά την αποστολή γερμανικών αρμάτων μάχης Leopard 2 στην Ουκρανία, μετά την (επί της ουσίας) άρνηση του Βερολίνου.
Για τρεις δεκαετίες, οι κυβερνήσεις της Βόννης και στη συνέχεια του Βερολίνου καταβρόχθιζαν τη φθηνή ρωσική ενέργεια, θέτοντας στο περιθώριο τις ανησυχίες άλλων χωρών για τον ιμπεριαλισμό του Κρεμλίνου. Και εξωράισαν αυτή την πολιτική προτάσσοντας ως επιχείρημα τον διάλογο και τη διαπραγμάτευση.
Βραχυπρόθεσμα, αυτό ήταν επικερδές για τη Γερμανία - ενώ στην περίπτωση του πρώην καγκελάριου Γκέρχαντ Σρέντερ αυτή η σχέση με τη Μόσχα τροφοδότησε μια ακμάζουσα καριέρα μετά την πολιτική του συνταξιοδότηση, καθώς του εξασφάλισε υψηλόβαθμες θέσεις σε ρωσικούς ενεργειακούς κολοσσούς.
Όμως το εγχείρημα απέτυχε. Το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν έσπασε κάθε συμφωνία που μεσολάβησαν οι Γερμανοί. Μετά την τελευταία επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε ένα «Zeitenwende» (μια ιστορική καμπή), καθώς υποσχέθηκε αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αλλά έκτοτε, η πολιτική του Σολτς έδειξε αναποφασιστικότητα, ήταν κακοδιατυπωμένη και επικοινωνήθηκε ανεπαρκώς. Το πιο πρόσφατο δείγμα αναποφασιστικότητας, ήταν την άρνησή του να επιτρέψει στους συμμάχους να στείλουν άρματα μάχης Leopard γερμανικής κατασκευής στην Ουκρανία.
Οι πιθανοί λόγοι
Ο Γερμανός καγκελάριος έχει, ενδεχομένως, έξι πιθανούς λόγους για αυτό. Πρώτον, ο φόβος της κλιμάκωσης. Δεύτερον, η ενοχή για το ιστορικό της Γερμανίας εν καιρώ πολέμου. Τρίτον, η επιθυμία για μια καλύτερη μεταπολεμική σχέση με τη Ρωσία. Τέταρτον, η επιθυμία να απομακρυνθεί η Γερμανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες που παρακμάζουν. Πέμπτον, ανησυχίες για την κοινή γνώμη. Έκτο, προσωπικό πείσμα.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες δεν αλληλοαποκλείονται. Αν όμως τους εξετάσουμε, κανένας τους δεν στέκει στον έλεγχο. Για αρχή, η απάντηση στους φόβους της κλιμάκωσης είναι η καλύτερη αποτροπή και όχι η επίδειξη μεγαλύτερης αδυναμίας. Δεύτερον, τα ναζιστικά εγκλήματα δεν πρέπει να λησμονηθούν, πρέπει να παραμείνουν στην μνήμη μας και ιδιαίτερα από τους Γερμανούς. Η Ουκρανία ήταν άμεσο θύμα ενός από αυτά: Του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ του 1939. Και μετά την επίθεση του Χίτλερ στον Στάλιν το 1941, ολόκληρη η επικράτεια της Ουκρανίας καταστράφηκε από τις μάχες. Τρίτον, ο κατευνασμός του καθεστώτος Πούτιν είναι απίθανο να αποφέρει οφέλη όταν σταματήσουν οι μάχες, αν το Βερολίνο έχει εξοργίσει και τους πιο σημαντικούς συμμάχους του. Τέταρτον, ο αντιαμερικανισμός δεν είναι λογική πολιτική για τη Γερμανία, δεδομένης της ενδημικής στρατιωτικής αδυναμίας της. Πέμπτον, η γερμανική κοινή γνώμη υποστηρίζει στενά την αποστολή τανκς στην Ουκρανία (αν και σε κάθε περίπτωση, οι ηγέτες πληρώνονται για να ηγούνται, όχι να λαμβάνουν οδηγίες από δημοσκόπους).
Και μένει το πείσμα. Εάν ο Σολτς είχε μια εύλογη εναλλακτική πολιτική, η υποστήριξή της με αμείλικτη αποφασιστικότητα, θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι που ο καγκελάριος αξίζει να το υπερασπιστεί- κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και αξιέπαινο. Αλλά δεν το κάνει. Η προσέγγιση της Γερμανίας για την Ουκρανία είναι απλή: Υπόσχεση, διαφωνία και μετά τήρηση της υπόσχεσης. Η ιστορία των τελευταίων 11 μηνών υποδηλώνει ότι τα τανκς θα αποσταλούν σε εβδομάδες, αν όχι σε εγγύτερο χρόνο. Αλλά θα είναι πολύ αργά για τη Γερμανία να λάβει τα εύσημα. Θα είναι επίσης πολύ αργά για τους Ουκρανούς, που στο μεταξύ θα δουν τις απώλειες τους αν μεγαλώνουν.
Τα πιο σημαντικά ζητήματα στην εξωτερική πολιτική στη Γερμανία είναι αρμοδιότητα του «Chefsache» - του... «αφεντικού της επιχείρησης», που δεν είναι άλλος από τον καγκελάριο. Οι υπουργοί της κυβέρνησης παραγκωνίζονται από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία. Η λήψη των αποφάσεων εκεί είναι ενίοτε τυχαία, καθώς στερείται πλάνου και οργάνωσης. Η Γερμανία δεν διαθέτει Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας για να ορίσει τις στρατηγικές προτεραιότητες. Τα αποτελέσματα αυτής της εξατομικευμένης και ανεπαρκούς προσέγγισης, περιλαμβάνουν τους καταστροφικούς αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream και μια εξαιρετικά ήπια προσέγγιση στα θέματα ρωσικής κατασκοπείας.
Η έλλειψη εμπειρίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής του ίδιου του Σολτς, επιδεινώνει αυτήν την αδυναμία. Το ίδιο και η λιγομίλητη προσέγγισή του. Όποιο κι αν είναι το σκεπτικό του για καθυστέρηση της άδειας σε άλλες χώρες να στείλουν τα Leopard τανκς τους, επιλέγει να μην το μοιραστεί.
Το αποτέλεσμα όμως αποτελεί την καταρράκωση της αξιοπιστίας της Γερμανίας. Πολιτικοί όπως η υπουργός Εξωτερικών (από το κόμμα των Πρασίνων), Αναλένα Μπέρμποκ, έχει αντίληψη της κατάστασης και γι' αυτό είναι αξιοθαύμαστη. «Αλλά στο τέλος, απλώς διευθύνει μια δεξαμενή σκέψης (think tank)», λέει με απόγνωση ένας πολιτικός, από χώρα ανατολικό γείτονα της Γερμανίας. Η Γερμανία πέρασε δεκαετίες μετά το 1945 προσπαθώντας να πείσει τα θύματα της ναζιστικής επιθετικότητας ότι ήταν πλέον μια ειρηνική και φιλική χώρα. Αυτό λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό, με την ιστορική συμφιλίωση με τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Πολωνία και άλλες χώρες. Αυτή η εμπιστοσύνη, καθοριστικά, δημιούργησε τις συνθήκες υπό τις οποίες η Γερμανία μπορούσε να επανενωθεί.
Τώρα αυτό το «κεφάλαιο» κατασπαταλάται. Οι ανατολικοί γείτονες της Γερμανίας δεν φοβούνται πλέον τον μιλιταρισμό της. Φοβούνται την αναξιοπιστία της.
Επιμέλεια Τέρρυ Μαυρίδης