Η πρεσβεία της Ρωσίας στις ΗΠΑ τόνισε σήμερα ότι η χώρα έχει υποδεχθεί και φιλοξενεί χιλιάδες παιδιά από την Ουκρανία επειδή έφυγαν για να σωθούν από τις εχθροπραξίες στη χώρα αυτή, δεν τα κρατά παρά τη θέλησή τους, αντιδρώντας σε έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες Τρίτη.
«Η Ρωσία υποδέχθηκε παιδιά που αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή μαζί με τις οικογένειές τους» για να σωθούν «από τους βομβαρδισμούς του πυροβολικού» της Ουκρανίας, ανέφερε η ρωσική πρεσβεία μέσω Telegram. «Κάνουμε τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια οι ανήλικοι να μένουν με οικογένειες και σε περιπτώσεις απουσίας ή θανάτου γονιών και συγγενών τα ορφανά να παραδίδονται σε ανάδοχους γονείς», πρόσθεσε.
Το «Ανθρωπιστικό Εργαστήριο Έρευνας» της σχολής δημόσιας υγείας του πανεπιστημίου Γέιλ έδωσε χθες στη δημοσιότητα μελέτη που εκπονήθηκε με χρηματοδότηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αναφέρει πως η Μόσχα κρατά τουλάχιστον 6.000 παιδιά από την Ουκρανία, αν όχι ακόμα περισσότερα, σε εγκαταστάσεις στην Κριμαία και σε περιοχές της Ρωσίας με βασικό σκοπό την «αναμόρφωσή τους».
Κάνει λόγο για 43 καταυλισμούς και άλλες εγκαταστάσεις, για «μεγάλης κλίμακας συστηματικό δίκτυο» που λειτουργεί απο την έναρξη της εισβολής.
Στα παιδιά συγκαταλέγονται κάποια που έχουν γονείς ή κηδεμόνες, άλλα που θεωρούνται ορφανά, κάποια που είχαν αναλάβει ουκρανικοί θεσμοί πρόνοιας και κάποια είναι αβέβαιο αν έχουν γονείς ή κηδεμόνες λόγω του πολέμου.
Κάποια που πέρασαν από τις εγκαταστάσεις υιοθετήθηκαν από ρωσικές οικογένειες ή δόθηκαν σε θετούς γονείς ή σε ορφανοτροφεία, κατά το Εργαστήριο του Γέιλ. Τα μικρότερα ήταν μηνών, ενώ ορισμένα μόλις 14 ετών δέχθηκαν στρατιωτική εκπαίδευση, σύμφωνα με τον Ναθάνιελ Ρέιμοντ, έναν από τους ερευνητές, που πρόσθεσε ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως οποιοδήποτε από τα παιδιά αναπτύχθηκε σε πεδίο μαχών.
Ο κ. Ρέιμοντ είπε πως η έρευνα του Εργαστηρίου δείχνει «ξεκάθαρη παραβίαση της 4ης Σύμβασης της Γενεύης», που επιβάλλει την προστασία των αμάχων σε καιρό πολέμου. Έκανε επίσης για «τεκμήριο» της πρόθεσης της Μόσχας να διαπράξει «γενοκτονία».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ