Tον κίνδυνο δεντροκαλλιεργητές και κτηνοτρόφοι στη Θεσσαλία να εγκαταλείψουν οριστικά το επάγγελμά τους, έπειτα από το τεράστιο πλήγμα που επέφεραν οι διαδοχικές πλημμύρες των τελευταίων ετών, υπογράμμισαν οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Αθανάσιος Μολασιώτης και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Αλέξανδρος Παπαχριστοφόρου, μιλώντας σήμερα σε ημερίδα της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), στο πλαίσιο της 30ής διεθνούς έκθεσης AGROTICA.
«Στη Θεσσαλία υπάρχουν ακόμα και σήμερα πλημμυρισμένες εκτάσεις και μέσα σε αυτές τεράστια κομμάτια ασφάλτου που παρασύρθηκαν. Υπάρχουν κροκάλες συγκεντρωμένες σε διάφορα σημεία, που καθιστούν το έδαφος μη βοσκήσιμο. Ο απολογισμός είναι 7.936 νεκρά βοοειδή, 23.931 νεκροί χοίροι και ένα τέταρτο του εκατομμυρίου πτηνά. Επίσης, χάθηκαν 84.582 αιγοπρόβατα και ανάμεσά τους πάνω από 1000 της καραγκούνικης φυλής. Καταγράφηκε επίσης η μεγαλύτερη καταστροφή της ελληνικής μελισσοκομίας, με 111.971 νεκρές μέλισσες. Είχαμε απώλεια της φθινοπωρινής παραγωγής μελιού, ενώ καταστράφηκε η μελισσοκομική χλωρίδα της περιοχής, κάτι που σημαίνει πως ακόμα και οι μέλισσες που σώθηκαν δεν έχουν να φάνε» σημείωσε ο κ.Παπαχριστοφόρου, επισημαίνοντας ακόμα πως τα ζώα που χάθηκαν ήταν ενεργά παραγωγικά, όπως για παράδειγμα προβατίνες στο τελευταίο στάδιο της κύησης, ενώ καταστράφηκαν τεράστιες ποσότητες ζωοτροφών και άλλες μολύνθηκαν από μυκοτοξίνες.
Πρόσθεσε δε πως αν οι παραγωγοί δεν γνωρίζουν ότι θα τους δοθούν κίνητρα για να τα καταφέρουν, θα εγκαταλείψουν το επάγγελμα. Κατά τον κ.Παπαχριστοφόρου, μερικά από τα μέτρα για το ζωικό κεφάλαιο που χάθηκε θα ήταν τα εξής: πρώτον, τα κέντρα γενετικής βελτίωσης της χώρας, τα οποία υπολειτουργούν, σε συνεργασία με ερευνητικά ινστιτούτα, ακαδημαϊκά ιδρύματα και συνεταιρισμούς, πρέπει να στηρίξουν τη διατήρηση του γενετικού υλικού των ζώων της χώρας. Δεύτερον, πρέπει να δοθούν οικονομικά κίνητρα στους κτηνοτρόφους για να επιλέξουν αυτόχθονες φυλές. Τρίτον, θα χρειαστεί κεντρικός σχεδιασμός για την παραγωγή ζώων αναπαραγωγής από επιλεγμένες μονάδες και φυλές, από κτηνοτρόφους που είναι ενταγμένοι στα μητρώα παραγωγών.
Γιατί είναι υπαρκτός ο κίνδυνος εγκατάλειψης της δεντροκαλλιέργειας στη Θεσσαλία
Η κακοκαιρία Daniel έπληξε κυρίως τους οπωρώνες στη Θεσσαλία και, όπως εξήγησε ο κ.Μολασιώτης, το βασικό αίτιο της καταστροφής ήταν η έλλειψη οξυγόνου (ασφυξία των ριζών), εξαιτίας της μακροχρόνιας κάλυψης με νερό. Επιπλέον, έγινε εξάπλωση παθογόνων οργανισμών μέσω του ριζικού συστήματος των δέντρων, ενώ σε ορισμένες περιοχές, η στάθμη των υδάτων ήταν τέτοια, που κάλυψε και την κόμη των δέντρων, δημιουργώντας συνθήκες καθολικού κορεσμού και προκαλώντας μη αντιστρεπτή νέκρωση, ενώ συγκεντρώθηκαν και πάρα πολλά φερτά υλικά στους οπωρώνες. Κατά τον κ.Μολασιώτη, ίσως κάποια δέντρα να μπορέσουν την άνοιξη να ξαναβλαστήσουν μέσα από τις ενδεικνυόμενες καλλιεργητικές φροντίδες.
«Όμως, ένα σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα είναι ότι ο κίνδυνος εγκατάλειψης της δεντροκαλλιέργειας από τους παραγωγούς. Υπάρχει σχετικό προηγούμενο στη χώρα μας. Η ζημία από παγετό σε λεμονοκαλλιέργειες στην Πελοπόννησο απομάκρυνε πολλούς παραγωγούς από την καλλιέργεια της λεμονιάς. Απαιτείται μεγάλο κόστος για να ξαναγίνει λειτουργικός ένας οπωρώνας, ενώ υπάρχει και το φαινόμενο της νεανικότητας των οπωροφόρων. Ένα οπωροφόρο αναπτύσσεται βλαστικά την πρώτη τριετία της ζωής του και μετά καρποφορεί. Αυτό πιθανώς θα αποθαρρύνει πολλούς παραγωγούς, ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας, να συνεχίσουν την καλλιέργεια, δεδομένου ιδίως ότι υπάρχει γενική αβεβαιότητα για τη διάθεση και τις τιμές των προϊόντων (πχ. στα αμύγδαλα)» εξήγησε ο κ.Μολασιώτης.
«Μια περιοχή που πάντα ψάχνει για νερό, τιμωρήθηκε από το νερό. Θεία κωμωδία»
Ο καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτριος Μπιλάλης, επισήμανε ότι η Θεσσαλία εδώ και δεκαετίες υφίσταται στις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, με περισσότερες ημέρες ξηρασίας, αλλά τεράστιες ποσότητες νερού όταν βρέχει, με υψηλότερες θερμοκρασίες και παγετούς, υποβάθμιση της οργανικής ουσίας του εδάφους και μεγάλες περιοχές διάβρωσης. Υπενθύμισε τα διαδοχικά ακραία φαινόμενα που έχουν πλήξει την περιοχή -ο «Ιανός» το 2020 και μετέπειτα οι κακοκαιρίες «Daniel» και «Εlias»- κι επισήμανε την ειρωνεία: «μια περιοχή που πάντα ψάχνει για νερό, τιμωρήθηκε από το νερό. Θεία κωμωδία».
Αφού αναφέρθηκε στις καταστροφές που υπέστησαν διάφορες καλλιέργειες στη Θεσσαλία (π.χ., το 50% των εκτάσεων με βαμβάκι στη Θεσσαλία καταστράφηκαν, ενώ η ποιότητα συνολικά υποβαθμίστηκε και οι παραγωγοί βιομηχανικής τομάτας υπέστησαν τη μεγαλύτερη ζημία), πρότεινε σειρά μέτρων, όπως μεταξύ άλλων: σχεδιασμό ζωνών καλλιεργειών, σύσταση «σήματος πληγείσας περιοχής», θεσμοθέτηση παρατηρητηρίου περιβάλλοντος και φυσικών πόρων και δημιουργία ανταλλακτηρίου τιμών με έδρα τη Λάρισα. Ο καθηγητής εισηγήθηκε ακόμα την εισαγωγή νέων ποικιλιών και ειδών καλλιεργειών, με το επιθυμητό αποτύπωμα σε κατανάλωση νερού και παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα.
Στην αναγεννητική γεωργία και ειδικά στο παράδειγμα του αγροτικού συνεταιρισμού επαρχίας Φαρσάλων «Ο Ενιπέας» αναφέρθηκε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτριος Γούσιος. Όπως είπε, αν η Ελλάδα δεν κατορθώσει, για παράδειγμα, να ανταποκριθεί στη ζήτηση για βαμβάκι αναγεννητικής ή βιολογικής γεωργίας, τότε θα χάσει μερίδια αγοράς στο συγκεκριμένο προϊόν, προς όφελος χωρών όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, που ενώ ουδέποτε καλλιεργούσαν βαμβάκι έχουν «πιάσει» τα μηνύματα των αγορών. «Αν δεν είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε, εταιρείες και οργανισμοί θα κατευθυνθούν σε άλλες περιοχές» υπογράμμισε.
Στην ανάγκη να υπάρχει μόνιμα ένας/μία Γενικός Γραμματέας Γεωργίας στην Ελλάδα, η επιλογή και αντικατάσταση του οποίου θα προτείνεται -όταν χρειάζεται- από μια μόνιμη κοινοβουλευτική επιτροπή γεωργίας, αναφέρθηκε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γεωργικών Επιστημών Σουηδίας (SLU), Κωνσταντίνος Καραντινίνης. Όπως είπε, η μέση διάρκεια «ζωής» ενός υπουργού Γεωργίας στην Ελλάδα είναι λιγότερο από 18 μήνες και τα τελευταία λίγα χρόνια έχουν αλλάξει τέσσερις υπουργοί, οπότε η ύπαρξη μόνιμου γενικού γραμματέα θα διασφάλιζε συνέχεια πολιτικής. Ο κ.Καραντινίνης πρότεινε ακόμα τη σύσταση Ελληνικού Διεπαγγελματικού Συμβουλίου Γεωργίας και Τροφίμων, το οποίο μπορεί να συλλέγει όλες τι απόψεις, να αναλύει και να συνθέτει προτάσεις, καθώς και να συνδιαλέγεται -με ενιαία «φωνή»- με τις κυβερνήσεις και άλλους εταίρους.
«Η Θεσσαλία χρειάζεται ολιστική λύση» επισήμανε ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ, Παύλος Σατόλιας, υπογραμμίζοντας η περίπτωση της συγκεκριμένης περιοχής αφορά τους πάντες, αφού «η κλιματική κρίση είναι εδώ». Ο κ.Σατόλιας επισήμανε ακόμα την ανάγκη δράσης προληπτικής και όχι δράσης εκ των υστέρων, αναφερόμενος στην ανάγκη ανάπτυξης νέων καλλιεργειών («είμαστε πρώτοι στην παραγωγοί πρόβειου γάλακτος, αλλά δεν έχουμε πρωτεϊνούχα φυτά για την εκτροφή των προβάτων»), καθώς και χρήσης της γενετικής βελτίωσης («αν στην Ελλάδα έχουμε κατά μέσο όρο απόδοση σε γάλα 100 κιλών ανά σεζόν ανά ζώο και αυτό μπορεί να γίνει 150 κιλά μέσω της γενετικής βελτίωσης, θα έχουμε λύσει πολλά από τα προβλήματά μας»).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ