Ένας νέος περιορισμός τίθεται σε εφαρμογή από την 1η Σεπτεμβρίου 2024 στα αεροπορικά ταξίδια και οι επιβάτες θα πρέπει να τον έχουν κατά νου πριν βρεθούν προ εκπλήξεως την ώρα του ελέγχου.
Συγκεκριμένα, αφορά τα υγρά που μεταφέρουν στις χειραποσκευές τους και θα ισχύει στα αεροδρόμια της ΕΕ που έχουν εγκαταστήσει Explosive Detection Systems for Cabin Baggage (συστήματα εντοπισμού εκρηκτικών για χειραποσκευές), στα οποία μέχρι τώρα επιτρέπεται οι επιβάτες να μεταφέρουν δοχεία τα οποία περιέχουν πάνω από 100 ml.
Οι αλλαγές στον κανόνα υγρών 100ml και η εγκατάσταση των σαρωτών υψηλής τεχνολογίας ανακοινώθηκαν για πρώτη φορά το 2018 για να διασφαλιστεί ότι το προσωπικό και οι επιβάτες θα μπορούσαν να κινούνται πιο άνετα και γρήγορα. Η αλλαγή σήμαινε ότι οι επιβάτες δεν θα έπρεπε πλέον να βγάζουν τα υγρά τους από τις χειραποσκευές τους και θα μπορούσαν ακόμη και να πάρουν υγρά άνω των 100 ml.
Η τεχνολογία C3 EDSCB, όπως ονομάζονται οι προηγμένοι σαρωτές, εμφανίζει τρισδιάστατες εικόνες υψηλής ανάλυσης του περιεχομένου αποσκευών και μπορεί εύκολα να ανιχνεύσει εκρηκτικά συστατικά σε όλα τα είδη καλλυντικών, υγρών ή ηλεκτρονικών συσκευών. Ως εκ τούτου, οι επιβάτες χωρίς καθυστερήσεις, πρέπει μόνο να περάσουν από έναν ανιχνευτή μετάλλων.
Ωστόσο η αποτελεσματικότητά της αμφισβητήθηκε από μια τεχνική έκθεση που έστειλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Πολιτικής Αεροπορίας (ECAC) τον περασμένο Μάιο, σύμφωνα με την οποία το λογισμικό αυτών των σαρωτών δεν μπορεί να εγγυηθεί με αξιοπιστία για δοχεία με περιεχόμενο άνω των 330 ml.
Στη συνέχεια, στις 31 Ιουλίου, οι Βρυξέλλες ανακοίνωσαν την απόφαση να εφαρμόσουν «προσωρινούς» περιορισμούς σε αυτά τα συστήματα ανίχνευσης εκρηκτικών C3 ως «προληπτικό μέτρο» έως ότου «επιλυθούν ορισμένα τεχνικά προβλήματα», δήλωσε εκπρόσωπος της Επιτροπής.
Το αεροδρόμιο των Βρυξελλών ήταν το πρώτο που ανακοίνωσε την απόφαση να επανέλθει προσωρινά στην παλιά τεχνολογία.
Ένας εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε: «η Επιτροπή δεν έχει αλλάξει τη γνώμη της για την ποιότητα αυτής της νέας γενιάς σαρωτών και η απόδοσή τους δεν έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση», όπως αναφέρει το Εuronews.
Αυτοί οι νέοι σαρωτές είναι «οκτώ φορές πιο ακριβοί» με κόστος συντήρησης «τέσσερις φορές υψηλότερο», επομένως τα αεροδρόμια που έχουν ήδη επενδύσει σε αυτούς τους νέους σαρωτές για να βελτιώσουν την εμπειρία των επιβατών «θα τιμωρηθούν σοβαρά, καθώς τα οφέλη που συνδέονται με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας αιχμής δύσκολα θα καλυφθεί», ανέφερε σε δήλωσή του το Συμβούλιο Διεθνούς Ευρώπης των Αεροδρομίων (ACI).
«Η ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτη, είναι μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες των ευρωπαϊκών αεροδρομίων. Ως εκ τούτου, όλα τα αεροδρόμια θα συμμορφωθούν πλήρως με τον νέο περιορισμό. Ωστόσο, τα αεροδρόμια που υιοθέτησαν νωρίς αυτή τη νέα τεχνολογία τιμωρούνται σοβαρά, τόσο λειτουργικά όσο και οικονομικά», δήλωσε ο γενικός διευθυντής της ACI, Olivier Jankovec.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, «το προληπτικό αυτό μέτρο δεν αποτελεί απάντηση σε κάποια νέα απειλή, αλλά αφορά ένα προσωρινό τεχνικό ζήτημα».
Η αλλαγή, πέρα από τα αεροδρόμια της ΕΕ, αφορά και εκείνα σε Ισλανδία, Ελβετία, Λιχτενστάιν και Νορβηγία τα οποία χρησιμοποιούν αυτή την τεχνολογία στους ελέγχους, συμπληρώνει.