Τις ανησυχίες του εξέφρασε ο Δήμαρχος Αθηναίων, Χάρης Δούκας σχετικά με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου της Αθήνας, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η προσωρινή λειτουργία του κλαμπ στη Βουλιαγμένης. Το κλάμπ είχε σφραγιστεί στο τέλος Οκτωβρίου μετά το πάρτι που οδήγησε μεθυσμένους μαθητές στο νοσοκομείο.
Όπως ανέφερε νωρίτερα στην εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα» στον ΑΝΤ1, «πρόκειται για μια αδιανόητη απόφαση. Το Πρωτοδικείο αποφάσισε να επιτρέψει την επαναλειτουργία του κλαμπ, έως την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, λόγω της οικονομικής ζημίας του επιχειρηματία. Το θέμα είναι ότι το δικαστήριο δεν μπήκε στην ουσία του θέματος και δεν κληθήκαμε καν να παρουσιάσουμε τις θέσεις μας, όπως είχαμε ζητήσει», υπογράμμισε ο κ. Δούκας.
«Οφείλουμε να σεβαστούμε την απόφαση του δικαστηρίου και θα το κάνουμε. Παράλληλα όμως θα πρέπει να βρούμε τρόπους να προασπίσουμε την υγεία των παιδιών από τέτοιες καταστάσεις», τόνισε ο κ. Δούκας.
Ανέφερε δε, πως «θα πρέπει να μην υπάρχει τρόπος να ανοίγει κατάστημα στο οποίο έχει μπει λουκέτο, σε περίπτωση που χορηγεί αλκοόλ σε ανήλικους».
Μιλώντας στην εκπομπή «Συνδέσεις» στην ΕΡΤ, ο Δήμαρχος Αθηναίων δήλωσε: «Η απόφαση αφορά μόνο το κομμάτι της οικονομικής βλάβης. Δεν μπαίνει στην ουσία της προσφυγής. Οφείλω όμως να πω ότι υπάρχει διατύπωση ότι η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμη. Βεβαίως, από αυτό μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να περάσουν και δύο χρόνια και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Και αυτό προκαλεί τη μεγάλη ανησυχία».
Ο κ. Δούκας πρόσθεσε ότι «το οριστικό κλείσιμο με βάση τις νομικές μας υπηρεσίες και την ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού μας Συμβουλίου έγινε ακριβώς γιατί πέρα από αυτό που όλοι είδαμε με τα ποτά, είχε παρανόμως μεταβιβαστεί και η άδεια σε τρίτο πρόσωπο». Ακόμα εξήγησε η παράνομη μεταβίβαση « μας έδινε τη δυνατότητα για το οριστικό κλείσιμο και γι’ αυτό και χρησιμοποιήσαμε αυτή μας τη δυνατότητα. Και να πω επίσης ότι αυτή η τεκμηρίωση δεν μπήκε στην κρίση του δικαστηρίου, αλλά μόνο το κομμάτι της οικονομικής βλάβης και να πω επίσης ότι εμείς δεν καλεστήκαμε, παρότι είχαμε αιτηθεί στην εκδίκαση».