Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή

Newsroom
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος παρέθεσε επίσημο δείπνο στους Έλληνες ευρωβουλευτές και στα μέλη της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας.

«Η Εκκλησία δεν επιβάλλει την θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος χθες κατά το επίσημο δείπνο που παρέθεσε στους Έλληνες ευρωβουλευτές και στα μέλη της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, με την ευκαιρία έναρξης της νέας Κοινοβουλευτικής Περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Μετά το καλωσόρισμα προς τους προσκεκλημένους του, ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας έκανε αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με την επισήμανση ότι «υπήρξε μοναδικό ιστορικό επίτευγμα τεραστίων διαστάσεων». Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία ειρηνικής και ελεύθερης ενώσεως κρατών και λαών, αντιμαχομένων μέχρι θανάτου κατά το πρόσφατο παρελθόν τους, ενώσεως έστω ατελούς και υβριδικής». Επιπροσθέτως, έκανε λόγο για τη συμβολή των Εκκλησιών στη διαδικασία αυτή και τη συνεργασία τους με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. «Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή, ενώ εκφράζει την οποιαδήποτε άποψή της, πάντοτε με αγαθή προαίρεση και επειδή θέλει ουσιαστικά να επιτύχει και όχι να αποτύχει το αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να καταστεί μόνιμο και σπουδαίο, βασισμένο σε υγιείς αρχές και αξίες, για να μπορέσει εν τέλει να διατηρηθεί», σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Αναλυτικά, η ομιλία του Αρχιεπισκόπου: «Καλώς ήλθατε! Σας ευχαριστώ θερμότατα που ανταποκριθήκατε με ευγένεια στην πρόσκλησή μας. Η παρουσία σας μας τιμά και μας χαροποιεί.

Με αφορμή το κοινό αυτό δείπνο της πρώτης γνωριμίας μας, θα μου επιτρέψετε να μοιρασθώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις μου αναφορικά με την συντελούμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η ιδέα της ‘'Ενώσεως'' των ευρωπαϊκών λαών δεν είναι νέα. Υπήρξαν διάφορες προσπάθειες στο παρελθόν, ωστόσο μόνο στο τέλος του 19ου αι. η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης εκφράζεται σαν πολιτικό και υπερπολιτικό σύνθημα.

Εν τούτοις, εξ αιτίας των δύο καταστρεπτικών Παγκοσμίων Πολέμων του προηγουμένου αιώνα, το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης υπέστη καθοριστικό πλήγμα και δεν επανήλθε παρά αμέσως μετά το τέλος του φρικτού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου -εν πολλοίς ως απόρροιά του- και πιο συγκεκριμένα επανήλθε με την Ιδρυτική Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (1991) σήμανε την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και ευτυχώς και προς τη μαρτυρική και διηρημένη -ακόμη- από την τουρκική στρατιωτική κατοχή μεγαλόνησό μας Κύπρο. Απομένουν πλέον προς ένταξη τα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία ελπίζουμε να ενταχθούν σύντομα, αφού προηγουμένως καλύψουν τις σχετικές προϋποθέσεις, ιδιαιτέρως σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικής ελευθερίας, κράτους δικαίου, δημοκρατίας κ.λπ. Το ζήτημα της Τουρκίας είναι περίπλοκο, πολύπλοκο και η υποψηφιότητά της άκρως προβληματική, από πολλές απόψεις. Υποθέτω πως η ΕΕ θα δει το θέμα ψύχραιμα και εις βάθος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε μοναδικό ιστορικό επίτευγμα τεραστίων διαστάσεων. Αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία ειρηνικής και ελεύθερης ενώσεως κρατών και λαών, αντιμαχομένων μέχρι θανάτου κατά το πρόσφατο παρελθόν τους, ενώσεως έστω ατελούς και υβριδικής. Τα οφέλη υπήρξαν πολλαπλά, με σημαντικότερο την εμπέδωση της ειρήνης, της ανοχής και της συνεργασίας, την καταπολέμηση του εθνικισμού, καθώς και άλλων ακραίων ιδεολογιών και συστημάτων, τα οποία είχαν ταλαιπωρήσει τη Γηραιά Ήπειρο το προηγούμενο ήμισυ του αιώνα. Η εμπέδωση της ειρήνης μοιάζει σήμερα απόλυτα δεδομένη και φυσιολογική, εν τούτοις δεν ήταν καθόλου τέτοια στο παρελθόν. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήλθε, θεωρώ, να μας το υπενθυμίσει, ασχέτως των ευθυνών. Ταυτόχρονα, χάρις στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξασφαλίσθηκαν και άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου και η συνοχή, η προστασία του περιβάλλοντος, για να αναφέρω μόλις μερικά από τα πολλά και σπουδαία επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Αναγνωρίζοντας, μάλιστα, την τεράστια σημασία της διαδικασίας ολοκλήρωσης και την αναγκαία συμβολή και συνεισφορά των Εκκλησιών, οι Εκκλησίες, Ρωμαιοκαθολική, Προτεσταντικές και Ορθόδοξη, δημιούργησαν θεσμούς και γραφεία αντιπροσώπευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμβάλλοντας ποικιλοτρόπως στην οικοδόμηση και επίτευξη του ευρωπαϊκού οράματος.

Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίφημη προπαρασκευαστική διαδικασία του Ευρωσυντάγματος απέρριψε -ακατανόητα και αδικαιολόγητα- το προοίμιο με τις αναφορές στην αρχαιοελληνική και χριστιανική παράδοση της Ευρώπης. Εν τούτοις, η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007) θεσμοθέτησε μόνιμο διάλογο μεταξύ της ΕΕ και των Εκκλησιών. Το 'Αρθρο 17 αναφέρει τα εξής:

«1. Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι Εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη-μέλη. 2. Η Ένωση σέβεται επίσης το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις. 3. Η Ένωση διατηρεί ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις Εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους».

Με τον τρόπο αυτόν, η ΕΕ αναγνωρίζει τον μείζονα πνευματικό, πολιτιστικό και κοινωνικό ρόλο των Εκκλησιών. Είναι επίσης προφανές ότι αναγνωρίζεται η βαρύτητα του Χριστιανισμού. Η στάση αυτή είναι θετική και αποτελεί τη βάση του θεσμικού διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Εκκλησιών προς επίτευξη του ευρωπαϊκού οράματος. Το 'Αρθρο αυτό αποτελεί μια καλή βάση.

Η συμβολή της Εκκλησίας της Ελλάδος

Η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε σε γενικές γραμμές από επιφυλατική έως θετική. Εν πάση περιπτώσει, το 1980 εν όψει της εισόδου της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ, η Εκκλησία συνέστησε την α΄ Ειδική Επιτροπή παρακολουθήσεως θεμάτων της ΕΕ, κατόπιν δε το Γραφείο Σχέσεων το 1994, ενώ το 1998 ιδρύθηκε η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Παρακολουθήσεως Ευρωπαϊκών Θεμάτων και αμέσως μετά εγκαινιάσθηκε -επί του προκατόχου μου κυρού Χριστοδούλου- το Γραφείο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, κατόπιν συμφωνίας με το Οικουμενικού Πατριαρχείο επί τη βάσει ρήτρας αμοιβαιότητος εκπροσωπήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε Βρυξέλλες και Αθήνα αντιστοίχως. Πρώτος διευθυντής ορίσθηκε ο πανιερώτατος μητροπολίτης Αχαΐας Αθανάσιος, ο οποίος έθεσε τις βάσεις του Γραφείου στην πρώτη κρίσιμη περίοδο, διαχειριζόμενος με διάκριση, σύνεση, ευγένεια και διπλωματία τη λειτουργία του, καταθέτοντας αξιοπρεπώς τη μαρτυρία της Ελλαδικής Εκκλησίας.

Ο σκοπός του Γραφείου υπήρξε διττός: αφενός μεν να παρακολουθεί τη διαδικασία ολοκλήρωσης και να ενημερώνει την Ιεραρχία και τον λαό, αφετέρου δε να συμβάλλει εποικοδομητικά με τη συνήθη «προφητική φωνή» των Εκκλησιών στη συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία ολοκλήρωσης, μεταφέροντας τις απόψεις και ανησυχίες της Εκκλησίας της Ελλάδος και του ορθοδόξου λαού, ενδυναμώνοντας τις διοορθόδοξες σχέσεις, τον διάλογο μεταξύ των Εκκλησιών και των θρησκειών, αλλά κυρίως και πρωτίστως τον διάλογο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά της όργανα. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε η πρώτη Ορθόδοξη Εκκλησία που θεσμοθέτησε ήδη από το 1980 μηχανισμό παρακολουθήσεως των εξελίξεων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ακριβώς εξαιτίας της επικειμένης -τότε- εισόδου της πατρίδος μας στην ΕΟΚ.

Σήμερα

Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεχίζει να βλέπει θετικά τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αποδέχεται πολλές από τις αξίες που αυτή η διαδικασία ενσαρκώνει και προωθεί, διαφωνεί, όμως, με άλλες, υπερασπιζόμενη τις αιώνες διαχρονικές αξίες της, οι οποίες πηγάζουν όχι από οποιαδήποτε πεπερασμένη ανθρώπινη φιλοσοφία ή κοσμοθεωρία, αλλά από τη θεόπνευστη παράδοσή της και φέρουν ανεξίτηλο το φως της αλήθειας και της αποκαλύψεως του Αγίου Πνεύματος. Εν πάση περιπτώσει, η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή, ενώ εκφράζει την οποιαδήποτε άποψή της, πάντοτε με αγαθή προαίρεση και επειδή θέλει ουσιαστικά να επιτύχει και όχι να αποτύχει το αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να καταστεί μόνιμο και σπουδαίο, βασισμένο σε υγιείς αρχές και αξίες, για να μπορέσει εν τέλει να διατηρηθεί.

Οι Εκκλησίες κομίζουν μια βαθιά δισχιλιετή εμπειρία και σοφία, διότι προϋπήρχαν και αυτών ακόμη των ευρωπαϊκών κρατών, συμβάλλοντας καθοριστικά στη δημιουργία τους, και διότι γνωρίζουν ότι δίχως βαθιές πνευματικές αξίες και αναφορές, είναι δύσκολο έως αδύνατο να διατηρηθούν τα οποιαδήποτε ανθρώπινα κατασκευάσματα. Η κατάρρευση, εις τα εξ ων συνετέθησαν, διαφόρων πολιτικών και πολιτειακών ενώσεων, παλαιοτέρων και προσφάτων, αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Ειδικότερα, η Εκκλησία της Ελλάδος ενδιαφέρεται για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεμελιωδών ελευθεριών, ζητήματα σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας, ταυτότητος, δημογραφίας, κοινωνικής συνοχής και κοινωνικών δικαιωμάτων, τεχνητής νοημοσύνης, περιβάλλοντος, ασφάλειας εσωτερικής και εξωτερικής, του ακανθώδους και κρισίμου ζητήματος της μετανάστευσης πληθυσμών προς την Ευρώπη. Τα ζητήματα αυτά αγγίζουν διαφοροτρόπως και διαφορομόρφως θεμελιώδεις πτυχές της Εκκλησίας. Η Εκκλησία υποστηρίζει τη λελογισμένη ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, υπογραμμίζοντας συνάμα την τεράστια σημασία της προστασίας του παραδοσιακού θεσμού του γάμου και της οικογένειας ως κυττάρου της κοινωνίας.

Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι έτοιμη να συμμετάσχει εποικοδομητικά στον διεξαγόμενο διάλογο αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και σε άλλα μείζονα κοινωνικά ζητήματα, στον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό διάλογο, στην εμπέδωση της ειρήνης, της καταλλαγής, της ανοχής, της αγάπης, της συνεργασίας, της προστασίας του περιβάλλοντος, μεταφέροντας τη μακρά φιλοκαλική της παράδοση, εμποτισμένη με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.

Εντός του πλαισίου αυτού, επιζητούμε τον συνεχή διάλογο με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εσείς οι ευρωβουλευτές αποτελείτε εν πολλοίς τη γέφυρα επικοινωνίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Γραφείο της Εκκλησίας της Ελλάδος φιλοδόξει να συμβάλει σχετικά. Χρειαζόμασθε τη βοήθειά σας. Ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Τανάγρας κ. Απόστολος, διευθυντής του Γραφείου, είναι ανοικτός σε κάθε συνεργασία.

Περαίνοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται αναφορές σε διαχρονικές αξίες για να μπορέσει να επιβιώσει. Εσείς, ως Έλληνες, οφείλετε να συμβάλετε σε αυτό, τόσο με την ευθυκρισία μιας ελληνορθόδοξης ‘'προφητικής'' ματιάς όσο και με την ανανεωτική και ανακαινιστική δύναμη της ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσής μας. Σας ενθαρρύνω πατρικά να το προσπαθήσετε εντατικά. Καλή επιτυχία στην ευθυνοφόρα αποστολή σας επ' αγαθώ της Ελλάδος και της Ευρώπης».

Κατόπιν, χαιρετισμό απηύθυναν ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Αθανάσιος Μπούρας, o οποίος μετέφερε τις ευχές του προέδρου της Βουλής, Νικήτα Κακλαμάνη, και αναφέρθηκε στην ανάγκη συνεργασίας πολιτικών και θρησκευτικών παραγόντων. Τόνισε, επιπλέον, ότι οι θρησκευτικές αξίες μπορούν να αποτελέσουν έναν χρήσιμο ηθικό χάρτη για την οικοδόμηση ανθεκτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Εν συνεχεία, χαιρετισμό απηύθυνε και ο γενικός γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, Μάξιμος Χαρακόπουλος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, μίλησε και για το έργο της ΔΣΟ και υπογράμμισε: «Η Ευρώπη στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: Αθήνα, Ρώμη και Ιεροσόλυμα. Αρχαιοελληνική γραμματεία, ρωμαϊκό δίκαιο και χριστιανικές αξίες, χριστιανικές παραδόσεις, χριστιανική κληρονομιά. Το τελευταίο σίγουρα φαίνεται ότι αποσιωπάται, λησμονιέται, ξεχνιέται, απαξιώνεται και αυτό ενοχλεί ένα μεγάλο κομμάτι των Ευρωπαίων πολιτών. Εμείς, ως ΔΣΟ, αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες για να αναδείξουμε αυτό το έλλειμμα που καταγράφεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη».

Παρέστησαν, επίσης, ο επίσκοπος Τανάγρας Απόστολος, διευθυντής του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, ο πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Παπαμικρούλης, γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και ο αρχιδιάκονος Δημήτριος Φωκιανός.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA

gazzetta
gazzetta reader insider insider