Το δολάριο είναι ο μεγάλος χαμένος των μέχρι τώρα πολιτικών του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, με τους επενδυτές να εγκαταλείπουν τα αμερικανικά assets και να αναζητούν τις τύχες τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι δασμοί Τραμπ, οι ανατροπές, οι απειλές και τώρα το νέο μέτωπο με την Fed έχουν δημιουργήσει κλίμα έντονης αβεβαιότητας και ασάφειας, με τους επενδυτές να στρέφονται σε ευρωπαϊκά assets μαζί με τα ασφαλή καταφύγια του χρυσού και του ελβετικού φράγκου.
Ο δείκτης δολαρίου υποχωρεί από τις αρχές του έτους έως σήμερα 9%, στο χειρότερο ξεκίνημα έτους από το 2005, ενώ ο αμερικανικός χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 έχει βουλιάξει περισσότερο από 10%. Την ίδια στιγμή, ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 δείχνει ανθεκτικότητα παραμένοντας σε θετικό έδαφος έστω και οριακά, ενώ το ευρώ ενισχύεται 6%, έχοντας αναδειχθεί στο μεγάλο κερδισμένο μέσα στο νέο χρηματοοικονομικό τοπίο όπως αυτό διαμορφώνεται από τις νέες δασμολογικές και εμπορικές πολιτικές Τραμπ.
Tην ίδια στιγμή, η επαναπροσέγγιση Βρετανίας – ΕΕ δημιουργεί νέα δεδομένα για το Σίτι του Λονδίνου, προσελκύοντας το επενδυτικό ενδιαφέρον, κάτι που αποτυπώνεται στην φετινή άνοδο περίπου 2% του βασικού χρηματιστηριακού δείκτη FTSE 100.
Ρήγμα στην εμπιστοσύνη
Φυσικά, οι ΗΠΑ είναι πολύ μεγάλες για να ανατραπούν, όμως η αναταραχή που σημειώθηκε στη διάρκεια του Απριλίου δεν μπορεί να διαγραφεί απλά ως μία ανεπιθύμητη παρενέργεια. Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα συμπεριφέρονται λιγότερο ως assets χωρίς ρίσκο και περισσότερο ως «εργαλείο» των αναδυόμενων αγορών, σύμφωνα με τους FT.
Πολύ περισσότερο, η αποδυνάμωση του δολαρίου ενόσω θα διατηρείται το παγκόσμιο αποθεματικό καθεστώς του δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το δολάριο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών ακριβώς επειδή ήταν ισχυρό, σταθερό και μη ευάλωτο σε εκάστοτε πολιτικές. Το γεγονός δε, ότι το δολάριο έπεσε και οι ομολογιακές αποδόσεις αυξήθηκαν ήταν δραματικό για ορισμένους επενδυτές, δεδομένου ότι το νόμισμα και το κόστος δανεισμού είναι συνήθως θετικά συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Τώρα, όμως, η σχέση είναι η πιο αδύναμη εδώ και περίπου τρία χρόνια - υποδηλώνοντας μια γενική αποστροφή για τα assets των ΗΠΑ και σκεπτικισμό για τις συνήθεις πολιτικές αντιστάθμισης κινδύνου. Παραδοσιακά, οι ΗΠΑ βασίζονταν στο δέλεαρ αφενός μίας οικονομίας που καθοδηγείται από τους καταναλωτές και αφετέρου του δολαρίου ως τα θεμέλια της παγκόσμιας χρηματοδότησης και του εμπορίου, κάτι που τώρα φαίνεται να κλονίζεται.
«Σκεφτείτε τη ζημιά στη φήμη της Αμερικής από αυτή την ξαφνική στροφή σε άκρως προστατευτικές πολιτικές», υπογράμμισε στο Bloomberg ο Ντέβιντ Κέλι, στρατηγικός αναλυτής της JP Morgan. Η επακόλουθη απώλεια εμπιστοσύνης στην αμερικανική πολιτική «μειώνει το τίμημα που οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για assets των ΗΠΑ» πρόσθεσε.
Η ζημιά δεν είναι μόνο η φήμη: οι οικονομίες σε όλο τον κόσμο προετοιμάζονται για τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου. Το ΔΝΤ υποβάθμισε τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη φέτος και το επόμενο έτος και προειδοποίησε ότι οι προοπτικές θα μπορούσαν να επιδεινωθούν περαιτέρω.
Να σημειωθεί ότι οι ξένοι κατέχουν αμερικανικές μετοχές αξίας 19 τρισ. δολαρίων, κρατικά ομόλογα 7 τρισ. δολαρίων και εταιρικά ομόλογα 5 τρισ. δολαρίων, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% έως 30% της συνολικής αγοράς, σύμφωνα με στοιχεία της Apollo Management. Η ρευστοποίηση αυτών των assets θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικό πόνο.
Η Ευρώπη «αντεπιτίθεται»
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τα ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία φαίνονται ξαφνικά πιο ελκυστικά, με τον κορυφαίο επενδυτικό οίκο Amundi να σημειώνει ότι η Ευρώπη μπαίνει ξανά στον χάρτη των επενδυτών. Σε μια εποχή ανατροπών, θα μπορούσε κάλλιστα να αποδειχθεί η πιο απρόσμενη επενδυτική ευκαιρία. Σύμφωνα με τη Bank of America, αυξάνεται ο αριθμός των επενδυτών που μειώνουν την έκθεσή τους στις ΗΠΑ και στρέφονται σε αριθμούς ρεκόρ σε ευρωπαϊκές επιλογές.
Επιπλέον, η σταθερότητα των αγορών του ευρώ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ μπορεί να κάνει τα γερμανικά ομόλογα ελκυστικό ασφαλές καταφύγιο για να αντισταθμιστεί η παγκόσμια αβεβαιότητα, εκτιμούν αναλυτές της ING. Από την πλευρά της, η Goldman Sachs βλέπει το ευρώ να φτάνει το 1,20 έναντι του δολαρίου, ενώ η Vanguard εστιάζει σε ευρωομόλογα μικρής διάρκειας.
Ταυτόχρονα, τα θεμελιώδη μεγέθη είναι με το μέρος της Ευρώπης: οι μετοχές της παραμένουν έως και 30% φθηνότερες από τις αμερικανικές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ως ευκαιρία από μεγάλους οίκους, όπως Amundi και Citigroup. Παρόλα αυτά, το Bloomberg σημειώνει ότι τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί επί του παρόντος με το βάθος και τη ρευστότητα της αγοράς των αμερικανικών κρατικών ομολόγων αξίας 29 τρις. δολαρίων.
Το δολάριο αντιπροσωπεύει το 90% των συναλλαγών στην αγορά ξένου συναλλάγματος και σχεδόν το 60% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεματικών. Δεν έχει πραγματικό ανταγωνιστή ικανό να καλύψει οποιοδήποτε κενό: Το ευρώ δεν έχει ακόμη το βάθος των χρεογράφων που απαιτούνται για ένα αποθεματικό asset και ίσως ακόμη τους πολιτικούς δεσμούς με τα 20 μέλη του.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε επίσης σε όλους να περιμένουν το πλήρες αποτέλεσμα της οικονομικής ατζέντας του Τραμπ. «Κοιτάξτε το σύνολο της πολιτικής», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ στο Bloomberg TV, σημειώνοντας ότι οι φορολογικές περικοπές και η απορρύθμιση έπονται.
To αμερικανικό πρόβλημα
Όλα αυτά έρχονται σε μια χρονική συγκυρία που οι ΗΠΑ οφείλουν πολλά χρήματα. Το δημόσιο χρέος τους είναι περίπου 29 τρισ. δολάρια, με τα δημοσιονομικά ελλείμματα να προβλέπονται από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου στα 1,9 τρισ. δολάρια το οικονομικό έτος 2025. Καθώς το επενδυτικό κλίμα μεταβάλλεται, τα δίδυμα ελλείμματα της Αμερικής στον προϋπολογισμό και στον εξωτερικό ισοζύγιο σημαίνουν ότι η εξωτερική πολιτική θα επηρεάσει τώρα τις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Γιώργο Σαραβέλο, επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος της Deutsche Bank.
Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Τραμπ, Στίβεν Μίραν, έχει προτείνει ουσιαστικά μια αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους των ΗΠΑ με την ανταλλαγή βραχυπρόθεσμων αμερικανικών ομολόγων που κατέχουν ξένοι επενδυτές με πολύ μακροπρόθεσμα μη εμπορεύσιμα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου με πολύ χαμηλότερη έμμεση απόδοση. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν μόνο η μείωση του κόστους χρηματοδότησης για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά και η αποδυνάμωση του δολαρίου.