Το μέλλον της Γερμανίας και γενικότερα της γηραιάς ηπείρου διακυβεύεται στις σημερινές εκλογές στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, σε μία περίοδο παγκόσμιας αναταραχής και κρίσιμων αποφάσεων. Η Ευρώπη πρέπει να έχει κάποιον να συνεργαστεί στη Γερμανία και να αποκτήσει ξανά μία σαφή κατευθυντήρια γραμμή. To ερώτημα είναι εάν μπορεί να το κάνει αυτό ο Φρίντριχ Μερτς, που αναμένεται να αποτελέσει τον επόμενο Καγκελάριο της Γερμανίας.
Τα τελευταία χρόνια στιγματίστηκαν από την κακή σχέση του Βερολίνου με το Παρίσι, το άλλο μισό του γαλλογερμανικού κινητήριου άξονα της ΕΕ και την ασυμφωνία σε κρίσιμες στιγμές. Επιπλέον, ο τρικομματικός συνασπισμός του Όλαφ Σολτς ήταν τόσο απελπιστικά διχασμένος που εκτροχίασε τη νομοθετική διαδικασία της ΕΕ και δεν κατάφερε να συμφωνήσει σε καμία απολύτως θέση.
Ο επικεφαλής της συντηρητικής ένωσης των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) Φρίντριχ Μερτς, πρώην ευρωβουλευτής, έχει δεσμευθεί να εισαγάγει ένα στυλ ηγεσίας που δίνει προτεραιότητα στον συντονισμό και τερματίζει την "ευρωπαϊκή αφωνία" της Γερμανίας. Με τον Μερτς λοιπόν στο τιμόνι της Γερμανίας, η ΕΕ αναμένεται να επανέλθει σε μία σχετική θεσμική ισορροπία.
Τα ευρωπαϊκά ζητήματα άλλωστε βρέθηκαν σε πρώτο πλάνο μετά τις κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ στην Ουκρανία και τους δασμούς, αλλά και τη διευρυμένη συζήτηση για την παράτυπη μετανάστευση και τους εθνικούς ελέγχους στα σύνορα. Επίσης, μετά από δύο χρόνια στασιμότητας, οι προοπτικές για ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη το 2025 μειώνονται λόγω του πεισματικά υψηλού ενεργειακού κόστους, της αποδυνάμωσης των εξαγωγών προς την Κίνα και της απειλής του Τραμπ να επιβάλει δασμούς σε ευρωπαϊκά αγαθά.
Η κεντροδεξιά ένωση CDU/CSU προηγήθηκε σε δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε το Σάββατο από τη γερμανική Bild και το ερευνητικό ινστιτούτο INSA με 29,5% των ψήφων. Η αμφιλεγόμενη απόφασή του να συμπράξει κοινοβουλευτικά με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για αυστηρότερα μέτρα στο μεταναστευτικό, που επικρίθηκε από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης και τον Τύπο, δεν φάνηκε να του στοιχίζει δημοσκοπικά, ούτε όμως τον ενίσχυσε. Ακολουθεί το AfD με 21%, οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς με 15%, ενώ οι Πράσινοι έφτασαν στο 12,5%.
Δικομματικός ή τρικομματικός συνασπισμός;
Χωρίς ένα επικό σοκ, ο Μερτς θα είναι ο νέος Καγκελάριος. Ωστόσο, το γερμανικό σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης κάνει όλα τα άλλα πιο περίπλοκα. Ένα κόμμα χρειάζεται τουλάχιστον το 5% των εθνικών ψήφων για να πάρει μερίδιο των εδρών στο κοινοβούλιο. Δύο ακροαριστερές ομάδες - BSW και η Αριστερά - και οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες είναι όλες κοντά σε αυτό το όριο. Εάν κανένα από αυτά δεν ξεπεράσει το 5%, τότε όλες οι έδρες μοιράζονται μεταξύ των μεγαλύτερων κομμάτων και οι Χριστιανοδημοκράτες μπορούν να κυβερνήσουν σε συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες. Εάν και τα τρία πάρουν έδρες, τότε τα μαθηματικά σημαίνουν ότι τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα θα χρειαστεί να κυβερνήσουν με τουλάχιστον ένα άλλο - πιθανώς τους Πράσινους, καθώς όλοι είναι απρόθυμοι να παραδεχτούν το AfD στην κυβέρνηση. Οι αγορές προβλέψεων τώρα πιστεύουν ότι είναι 50/50 το εάν ο Μερτς μπορεί να δημιουργήσει έναν συνασπισμό δύο κομμάτων.
Αυτό έχει σημασία γιατί ένας τρικομματικός συνασπισμός θα είναι αναπόφευκτα λιγότερο συνεκτικός. Με βάση τους δείκτες αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής Baker Bloom & Davis, έναρξη του τρικομματικού συνασπισμού υπό τον Σολτς πριν από τρία χρόνια οδήγησε σε ακραία αβεβαιότητα, η οποία παραμένει. Ούτε καν η κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 ή το Brexit δεν προκάλεσαν τέτοια σύγχυση.
Εν τω μεταξύ, οι τελευταίες ενδείξεις για το επιχειρηματικό κλίμα υπογράμμισαν την ακραία απαισιοδοξία. Η μακροχρόνια έρευνα της ZEW δείχνει ότι τα πράγματα ουδέποτε ήταν τόσο άσχημα από την υιοθέτηση του ευρώ το 1999, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης και της πανδημίας.
Τέσσερα διαφορετικά πολιτικά σενάρια
Αυτή τη στιγμή επικρατούν τέσσερα διαφορετικά σενάρια για τον μελλοντικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη, τα οποία είναι σημαντικά για τη σύνθεση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού. Ο Μερτς υπόσχεται ένα νέο, πανευρωπαϊκό στυλ ηγεσίας, αλλά υπερασπίζεται ρητά τα εθνικά πολιτικά συμφέροντα, ενώ ο Σολτς αντιπροσωπεύει ένα status quo, στο οποίο όμως η ΕΕ μετά δυσκολίας βρίσκεται στο επίκεντρο. "Δεν ανέφερε ούτε μια φορά την ΕΕ", είπε στο Euractiv Ευρωπαίος διπλωμάτης μετά την κεντρική ομιλία του Καγκελαρίου στην εκλογική διάσκεψη του SPD τον Ιανουάριο. Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση Σολτς και επικεφαλής των Πρασίνων έχει υποστηρίξει μία φεντεραλιστική ηγεσία που θα καθιστούσε τους τεράστιους πόρους της Γερμανίας διαθέσιμους στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του ανοίγματος σε νέο κοινό χρέος και χρηματοδότηση. Από την άλλη πλευρά, η Άλις Βάιντελ, η υποψήφια του ακροδεξιού Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), του δεύτερου δημοφιλέστερου κόμματος, έχει υποσχεθεί να βγάλει τη Γερμανία από την ΕΕ και το ευρώ.
Οι Γερμανοί ψηφοφόροι αναμένεται να ευθυγραμμιστούν κυρίως με το όραμα του Μερτς. Επίσης, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κινήματος Γερμανίας (EBD), οι περισσότεροι ψηφοφόροι υποστηρίζουν την παραμονή της Γερμανίας στην ΕΕ και θέλουν από την ένωση να κάνει περισσότερα για να ενισχύσει την άμυνα, την ασφάλεια των συνόρων και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Χάμπεκ, δεν θέλουν η Γερμανία να δανείσει περισσότερη από τη δύναμη δαπανών της στην ένωση, ενώ εμφανίζονται διχασμένοι σχετικά με την περαιτέρω διεύρυνση. Οι Χριστιανοδημοκράτες του Μερτς είναι επιφυλακτικοί και για τα δύο. Η υπόσχεση του Mερτς είναι ότι η κυβέρνησή του θα φέρει νέα ευρωπαϊκή ώθηση σε τομείς όπως η ασφάλεια και η ανταγωνιστικότητα, μέσω ισχυρότερης ευρωπαϊκής συνεργασίας και ενισχυμένης ενιαίας αγοράς, επεσήμανε ο Γιοχάνες Λίντνερ, διευθυντής του Κέντρου Ζακ Ντελόρ. Ο ίδιος ο Μερτς είπε ότι η Γερμανία πρέπει να ανακτήσει την οικονομική της δύναμη, να προχωρήσει στην έξοδο από την ύφεση και να αναλάβει ξανά περισσότερες ευθύνες στην ΕΕ. Το αν θα τα καταφέρει θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του Μερτς να σχηματίσει ένα σταθερό, δικομματικό συνασπισμό στο εσωτερικό και να συντονιστεί στενά με τους συμμάχους της ΕΕ.
Μερτς κατά Πρασίνων
Οι μεγάλες προκλήσεις της ΕΕ, με τις απειλές που προκαλεί η κυβέρνηση Τραμπ, αλλά και τα προβλήματα στο εσωτερικό πιέζουν το Βερολίνο να έχει όσο το δυνατόν συντομότερα πλήρως λειτουργική ηγεσία. Πόσο εφικτό όμως θα είναι αυτό;
Ο Μερτς θα χρειαστεί τουλάχιστον έναν εταίρο σε μία κυβέρνηση συνασπισμού για να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και το SPD και οι Πράσινοι είναι οι πιο πιθανές επιλογές του, καθώς έχει απορρίψει οιαδήποτε συνεργασία με το AfD. Ωστόσο, οι ηγέτες του συντηρητικού μπλοκ έχουν εξαπολύσει σφοδρές επιθέσεις στον υποψήφιο των Πρασίνων, τον Χάμπεκ, κάτι που μπορεί να περιπλέξει κάθε προσπάθεια εξεύρεσης κοινού εδάφους σε πιθανές συνομιλίες συνασπισμού.
Οι Πράσινοι επικρίθηκαν τα μέγιστα για τις αμφιλεγόμενες κινήσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας αντλιών θερμότητας του Χάμπεκ και της απόφασης να κλείσουν οι εναπομείναντες πυρηνικοί σταθμοί της Γερμανίας παρά την ενεργειακή κρίση της χώρας μετά τη διακοπή της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο Μερτς θα υποβαθμίσει τις πράσινες προτεραιότητες και μαζί και αυτές της Κομισιόν. Το Green Deal θα παραμείνει ως «μεσοπρόθεσμος στόχος» αλλά οι βραχυπρόθεσμες πολιτικές έχουν και άλλες προτεραιότητες ισχυρότερες.
Εκλογές και αγορές
Η βασική μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να προέλθει από ένα δικομματικό συνασπισμό είναι η απελευθέρωση του συνταγματικού «φρένου χρέους» της Γερμανίας που υιοθετήθηκε μετά το 2009, το οποίο περιορίζει τις αυξήσεις του ελλείμματος στο 0,35% του ΑΕΠ σε μία μεγάλη απόκλιση από τις άλλες μεγάλες οικονομίες. Με τα δύο μεγάλα κόμματα να φαίνονται ολοένα και πιο επιδεκτικά να κάνουν μια συμφωνία και να αποδεχτούν περισσότερο δανεισμό - ιδίως για αμυντικές δαπάνες - η ώρα αυτή της ανάγκης έχει μετατραπεί σε επιχείρημα ότι ήρθε η ώρα για τους επενδυτές να αγοράσουν μετοχές. Η ελπίδα αυτής της δημοσιονομικής ώθησης είναι αυτή που εξηγεί την αξιοσημείωτη υπεραπόδοση της Γερμανίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη τους τελευταίους μήνες:
Θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να γίνει ξεκάθαρος οποιοσδήποτε συνασπισμός, αλλά θα πρέπει να είναι εμφανές το βράδυ της Κυριακής εάν η Γερμανία επιστρέψει σε κάτι σαν μια τυπική πολιτική συναίνεσης ή θα ακολουθήσει τη Γαλλία σε αστάθεια και αδιέξοδο.
Εν τω μεταξύ, επικρατεί μία ασυνήθιστη ηρεμία στις αγορές παραγώγων: η πλειονότητα των οψιόν σε ευρώ που λήγει τη Δευτέρα τάσσεται υπέρ περαιτέρω κερδών και το αρνητικό κλίμα για το ευρώ έχει ατονήσει. Ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα έχουν προεξοφλήσει και οι αγορές μετοχών, με το δείκτη DAX στην Φρανκφούρτη να καταγράφει ιστορικά υψηλά το τελευταίο διάστημα. Η θέση αυτή μπορεί ωστόσο να αποδειχθεί επώδυνη εάν η κεντροδεξιά συμμαχία CDU/CSU δυσκολευθεί να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει ξανά το ευρώ προς το επίπεδο της απόλυτης ισοτιμίας του έναντι του δολαρίου.
Από τα νομίσματα έως τις μετοχές, οι αγορές έχουν προετοιμαστεί για ένα εκλογικό αποτέλεσμα σύμφωνο με αυτό που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις - υποτιμώντας ουσιαστικά τον κίνδυνο μίας ανατροπής, όπως σημειώνουν αναλυτές. Το χειρότερο σενάριο για το ευρώ θα ήταν μία ισχυρότερη στήριξη για το AfD απ΄ό,τι δείχνουν οι σημερινές δημοσκοπήσεις, καθώς αυτό θα δυσκόλευε την όποια προσπάθεια για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τα βασικά κόμματα.