Θύμα στο βωμό των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δανειστές πέφτει –όπως όλα δείχνουν- η πολυθρύλητη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Ενώ η κυβέρνηση είχε ποντάρει πολλά στην ένταξη της χώρας στο QE, η καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις αλλά και η… βελτίωση στην οικονομία της Ευρωζώνης απομακρύνουν το ενδεχόμενο.
Η αλήθεια είναι ότι το Μαξίμου θα ήθελε η Ελλάδα να πάρει το «πράσινο φως» από τον Μάριο Ντράγκι στις 9 Μαρτίου, στην τακτική συνάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Έχοντας φτάσει ήδη στις αρχές Φεβρουαρίου, φαντάζει αρκετά δύσκολο να έχουν κλείσει όλα μέχρι το τέλος του μήνα, οπότε οι όποιες αποφάσεις αναγκαστικά μετατίθενται (τουλάχιστον) για τον Απρίλιο.
Η καθυστέρηση του ενός μηνός δεν φαντάζει ότι καταστροφική εκ πρώτης όψεως. Εντούτοις, τα στοιχεία ανάκαμψης της Ευρωζώνης λειτουργούν μάλλον εναντίον της Ελλάδος. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, η άνοδος του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη και τα σημάδια έστω και οριακής ανάπτυξης είναι «βούτυρο στο ψωμί» των Γερμανών που πιέζουν την ΕΚΤ να σταματήσει το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης όσο το δυνατόν πιο νωρίς.
Έτσι, είναι αρκετά πιθανό το σενάριο η Ελλάδα να πληροί τα κριτήρια ένταξης στο QE όταν αυτό θα έχει πια ολοκληρωθεί. Δηλαδή, η όλη πίεση προς την κυβέρνηση για να δεχθεί μέτρα προκειμένου να δρέψει τους καρπούς της ποσοτικής χαλάρωσης θα είναι εντελώς μάταιη.
Γιατί όμως μας ενδιαφέρει τόσο πολύ η ένταξη στο πρόγραμμα; Αφού, όπως προκύπτει από τα «σκληρά» οικονομικά στοιχεία, τα οφέλη για τις τράπεζες θα είναι μεν ουσιαστικά, δεν αρκούν όμως για να αλλάξουν την εικόνα της οικονομίας.
Η απάντηση βρίσκεται στην ψυχολογία των αγορών: όσο η Ελλάδα βρίσκεται εκτός QE, είναι και επίσημα το «αποπαίδι» της Ευρωζώνης. Τα ελληνικά ομόλογα δεν είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ άρα αυτομάτως εκτός επενδυτικού ραντάρ. Και όσο δεν υπάρχει το «δίχτυ» του Μάριο Ντράγκι, δεν υπάρχει περίπτωση οι ελληνικές εκδώσεις να είναι θελκτικές για τους επενδυτές. Με άλλα λόγια, χωρίς ένταξη στο QE, δεν υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές.
Ίσως εν τέλει αυτός να είναι και ένας από τους λόγους της κωλυσιεργίας στις διαπραγματεύσεις, τουλάχιστον από την Γερμανική πλευρά. Επιδιώκουν δηλαδή να τραβήξουν τα χρονοδιαγράμματα, πιέζοντας ταυτόχρονα για πρόωρη λήξη στο πρόγραμμα της Ποσοτικής Χαλάρωσης. Έτσι ώστε να πάρουν περισσότερα από την Ελλάδα –σε μορφή μέτρων και αποκρατικοποιήσεων- ενώ ταυτόχρονα, με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης να δώσουν ελάχιστα απτά ανταλλάγματα.
Από την άλλη, η κυβέρνηση, για τη δική της, εσωτερική πολιτική ατζέντα παίζει και αυτή το παιχνίδι των καθυστερήσεων.
Με αποτέλεσμα, όπως δείχνουν τα πράγματα, σύντομα να επιβεβαιωθεί η ρήση «το χάσαμε το QE πατριώτη».