Τις τελευταίες εβδομάδες οι πολίτες βρίσκονται ξανά αντιμέτωποι με κλειστές οδικές αρτηρίες από μπλόκα αγροτών. Δυστυχώς, ίσως και με ευθύνη κάποιων ΜΜΕ, οι κινητοποιήσεις αντιμετωπίζονται ως «άσπρο ή μαύρο». Μία από τις βασικές αιτίες της κρίσης είναι ακριβώς αυτή η επιφανειακή αντιμετώπιση προβλημάτων, που είτε κρύφτηκαν επί δεκαετίες κάτω από το χαλί είτε εκτονώθηκαν με «πακέτα Χατζηγάκη», την ίδια στιγμή που κακοφόρμιζαν και πυορροούσαν. Οι αγρότισσες και οι αγρότες μας πράγματι έχουν πρόβλημα επιβίωσης σοβαρότερο από τις υπόλοιπες επαγγελματικές ομάδες και καλό θα ήταν να πάψουμε να αναπαράγουμε στερεότυπα για επιδοτήσεις που φαγώθηκαν στα... κλαρίνα. Όντως μέρος της κατασπατάλησης πόρων από ένα στενό πυρήνα του πελατειακού κράτους, κατέληγε σε κλαρίνα και στα σκυλάδικα της παραλιακής. Πολύ μεγαλύτερο μέρος όμως κατέληξε στην Ελβετία και σε υπεράκτιες εταιρίες από επιχειρηματίες των ΜΜΕ, εργολάβους ή κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες. Δεν προσφέρουν λοιπόν τίποτα οι αλληλοκατηγορίες για το ποια επαγγελματική τάξη είναι πρωταθλήτρια της διαπλοκής. Αντίθετα, αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι με εξαίρεση το 2016, η πρωτογενής παραγωγή μας μειώνεται εδώ και δεκαετίες, όπως μειώνεται και ο αριθμός των νέων που εισέρχονται στον κλάδο. Άρα, ο κλάδος είχε αντικειμενικό πρόβλημα επιβίωσης, που επιδεινώθηκε με την κρίση.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι προτιμούμε να ερμηνεύουμε τα γεγονότα με όρους βιωσιμότητας και όχι με ανέξοδα αναθέματα. Ας θυμηθούμε λοιπόν σε λίγες γραμμές τις πραγματικές ρίζες του προβλήματος, όχι για να γίνουμε τιμητές του παρελθόντος, αλλά γιατί μόνο έτσι μπορούμε να κάνουμε ουσιαστικά βήματα στην κατεύθυνση της λύσης.
Το ελληνικό αγροτικό προϊόν έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος παραγωγής σε σχέση με το κόστος στην Ιταλία ή την Ισπανία και η διαφορά μεγαλώνει όταν συγκρίνουμε με τις πρώην ανατολικές χώρες, που μπαίνουν δυναμικά στον ανταγωνισμό. Και ενώ υπερπροβάλλεται η φορολόγηση του πετρελαίου, ακόμα σημαντικότερο κόστος προκαλούν οι ολιγοπωλιακές πρακτικές στις πρώτες ύλες. Αφού λοιπόν στις κρίσιμες ώρες της διαπραγμάτευσης είναι αδύνατον να ανοίξει το θέμα της φορολόγησης του πετρελαίου, στο υπουργείο εστιάζουμε στο σπάσιμο των πρακτικών που στρεβλώνουν τις τιμές.
Σοβαρότερο πρόβλημα είναι η έλλειψη αναγνωρισιμότητας στις διεθνείς αγορές (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η φέτα) και η χαμηλή τιμή πώλησης, συχνά σε βαθμό εξευτελισμού σε σχέση με την ποιότητα. Αιτία είναι η απουσία δημοπρατηρίων αγροτικών προϊόντων, η έλλειψη ανάπτυξης agrilogistics και οργανωμένων από τους παραγωγούς δικτύων διακίνησης. Σαράντα περίπου χιλιάδες υπολογίζονται τα ημιφορτηγά που ξεφορτώνουν κάθε μέρα στην κεντρική λαχαναγορά, αντί τα προϊόντα να συγκεντρώνονται στην Κόρινθο, την Λαμία ή την Λάρισα και να φτάνουν στην Αθήνα με τρένο. Σε αυτά τα δομικά προβλήματα συντελεί η κατάρρευση του συνεργατισμού και η δικαιολογημένη επιφύλαξη των παραγωγών να συνεταιριστούν. Η πλειοψηφία λοιπόν των παραγωγών γίνεται όμηρος των μεσαζόντων. Είναι λοιπόν πρώτη προτεραιότητα η διασύνδεση των παραγωγών με τους καταναλωτές.
Αν στα παραπάνω προβλήματα προσθέσουμε την απουσία κτηματολογίου που στρεβλώνει και καθυστερεί σημαντικά την είσπραξη των επιδοτήσεων και την μέχρι πρόσφατα πελατειακή προσέγγιση των αποζημιώσεων, είναι απλό να κατανοήσουμε ότι η πρωτογενής μας παραγωγή είναι η μεγάλη αδικημένη ενός κράτους αλλά και μιας κοινωνίας που περιφρόνησε και υποτίμησε επί δεκαετίες την αγρότισσα και τον αγρότη.
Η υποχώρηση του πρωτογενούς τομέα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά ως επίσης μέλος των Οικολόγων Πράσινων γνωρίζω τις τεράστιες δυνατότητες της Ελλάδας σε τομείς όπως η βιολογική γεωργία και η παραγωγή ενέργειας από βιομάζα. Βοηθώντας τους αγρότες δεν δικαιώνουμε τα μπλόκα. Αντίθετα, αφυπνίζουμε τον γίγαντα που μπορεί να σώσει την Ελλάδα από την κρίση.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή