Οι τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις διασφάλισαν στις εγχώριες Τράπεζες υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Η κρίση, η αβεβαιότητα και οι υφεσιακές πολιτικές συνεχίζουν ωστόσο να ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στον κλάδο. Παράλληλα με την απόσυρση σημαντικού ύψους καταθέσεων από τις τράπεζες, 110 δις € από τα τέλη του 2009, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν σε επίπεδα που αγγίζουν το 60% του ΑΕΠ και 45% επί του συνόλου των δανείων.
Μετά το πλήγμα των capital controls, η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών ήλθε, το φθινόπωρο του 2015, ως απόρροια της πολιτικής αστάθειας και της αδιέξοδης διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές της χώρας. Με τον τρόπο που νομοθετήθηκε, επέτρεψε σε ξένους επενδυτές και κυρίως σε κερδοσκοπικά funds, να αποκτήσουν δυσανάλογα υψηλά μερίδια σε σχέση με τα κεφάλαια που εισέφεραν, σε βάρος του Δημοσίου και των παλαιών μετόχων, μεταξύ των οποίων και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Ελέγχουν, έτσι, ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο δανείων, που τους επιτρέπει, μαζί με τις εξωτραπεζικές εταιρίες διαχείρισης, αγοράς και αναχρηματοδότησης δανείων, να καθορίσουν τις τύχες κρίσιμων τομέων της Ελληνικής οικονομίας.
Οι εγχώριες Τράπεζες υποχρεώθηκαν να εκποιήσουν τις θυγατρικές τους και να προχωρήσουν σε νέα μείωση προσωπικού και δικτύου, όταν με τις αναδιαρθρώσεις των προηγούμενων ετών υπήρξαν ήδη εκτεταμένες συγχωνεύσεις, μειώσεις απασχόλησης, αριθμού καταστημάτων και δραστική εξοικονόμηση δαπανών προσωπικού.
Παράλληλα, η Κυβέρνηση δέχτηκε να τοποθετηθούν στα Δ.Σ. των Τραπεζών κυρίως ξένοι τεχνοκράτες, με ελάχιστη ή καθόλου γνώση των ελληνικών δεδομένων και αναγκών.
Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, το συνδικαλιστικό κίνημα του κλάδου κατάφερε να αποτρέψει τις απολύσεις, προασπίζοντας παράλληλα τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις και τα θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Οι μειώσεις προσωπικού έγιναν με προγράμματα εθελούσιας εξόδου, βάσει κινήτρων.
Δεν υπάρχει, ωστόσο, περιθώριο εφησυχασμού. Οι δανειστές ζητούν παραπέρα απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων, ασφυκτικό περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης, διατήρηση του υποβαθμισμένου καθεστώτος για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Και εδώ, παρά τις στομφώδεις διακηρύξεις της, οι μέχρι σήμερα διαπραγματευτικές επιδόσεις της Κυβέρνησης δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις.
Είναι καιρός η Ελλάδα να πάψει να αποτελεί εξαίρεση ακραίας εργασιακής απορρύθμισης στην Ε.Ε.
Με γνώμονα το μέλλον, τα στηρίγματα και τη δυναμική της ανάπτυξης, πρέπει να αποκαταστήσουμε τον κοινωνικό διάλογο, προτάσσοντας την κοινωνική συνοχή, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης, ποιοτικής ανταγωνιστικότητας για βιώσιμη ανάταξη της οικονομίας.
Για τις Τράπεζες, κρίσιμο στοίχημα παραμένει η άμεση διευθέτηση των κόκκινων δανείων, καθώς και η αντιμετώπιση των προβλημάτων ρευστότητας. Αυτά δεν λύνονται με κοντόφθαλμες λογικές συρρίκνωσης, αποεπένδυσης και εργασιακής υποβάθμισης.
Προϋποθέτουν την άρση της αβεβαιότητας, την ολοκλήρωση των αναγκαίων νομοθετικών ρυθμίσεων (πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού, νομική προστασία όσων διενεργούν ρυθμίσεις δανείων κλπ), που έχουν απαράδεκτα καθυστερήσει, την αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων δανείων» με κοινωνική ευαισθησία και με διατήρηση του τραπεζοκεντρικού χαρακτήρα της, ώστε να μην πρυτανεύσουν κερδοσκοπικά συμφέροντα του παρατραπεζικού τομέα.
Προϋποθέτουν μια νέα εθνική παραγωγική και αναπτυξιακή συμφωνία μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας.
Οφείλουν, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπουν στην ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση του χορηγητικού ρόλου των Τραπεζών, με στοχευμένα και δυναμικά αναπτυξιακά κριτήρια, σε όφελος της πραγματικής οικονομίας.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή