Έτοιμη να επενδύσει σε τέσσερις ελληνικές εταιρείες μέσα στο τρέχον έτος -με την πρώτη συμφωνία να κλείνει εντός του Μαΐου είναι η Deca Investments-, όπως αποκαλύπτει στο insider.gr o Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας κ. Νίκος Κούλης.
«Οπλισμένο» συνολικά με κεφάλαια της τάξης των 135 εκατ. ευρώ, το fund που έχει ως βασικό επενδυτή τον κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλο έχει ήδη επενδύσει 26 εκατ. ευρώ σε τρεις ελληνικές εταιρείες με εξαιρετικά μέχρι στιγμής αποτελέσματα.
Πλέον, όπως αναφέρει στο insider.gr o κ. Κούλης στόχος είναι οι επενδύσεις να αυξηθούν σημαντικά μέσα στους επόμενους δύο μήνες.
«Έχουμε κάνει τρεις επενδύσεις και ευελπιστούμε να κάνουμε άλλες τέσσερις το 2017. Η μία είναι πολύ κοντά, η δεύτερη είναι σχετικά κοντά και οι άλλες δύο έπονται».
Η πρώτη επένδυση από τη Deca Investments έγινε το Νοέμβριο του 2015 στην Atlas Tapes, η οποία είναι μια εξαιρετική εταιρεία, κατά 85% εξαγωγική και παράγει αυτοκόλλητες ταινίες, είτε για το εμπόριο είτε για την οικοδομή και την αυτοκινητοβιομηχανία.
Η δεύτερη είναι η εταιρεία Damavand η οποία παράγει βιομηχανική ντομάτα και την διαθέτει είτε στο εμπόριο είτε στην αγορά των εστιατορίων και ξενοδοχείων.
Και η τρίτη είναι μία τεχνολογική εταιρεία, η InternetQ και έχει δύο άξονες. Ο πρώτος είναι μια υπηρεσία στην οποία πληρώνεις μια μικρή συνδρομή ή ένα ελάχιστο ποσό ανά τραγούδι και να ακούς τη μουσική που θέλεις. Η εταιρεία απευθύνεται σε αναπτυσσόμενες χώρες και συνεργάζεται με τους κατά τόπους τηλεπικοινωνιακούς φορείς. Ο δεύτερος είναι μια πλατφόρμα που φέρνει κοντά διαφημιζόμενους και διαφημιστές και τους επιτρέπει να προβάλλουν τα προϊόντα τους μέσα σε applications, που είναι εξαιρετικά αναπτυσσόμενος τομέας, εξηγεί
Το προφίλ του fund
Πίσω από αυτές τις επιτυχημένες επενδύσεις βρίσκεται μια “dream team” στελεχών της αγοράς, με πολυετή εμπειρία, τόσο στο χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στο επιχειρείν, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος.
Μάλιστα, όπως εξηγεί ο κ . Κούλης «οι πέντε εταίροι της Deca Investments (Νίκος Κούλης, Νίκος Αλπράντης, Γιάννης Καλαντζής, Αλέξανδρος Κατσουρίδης και Κωνσταντίνος Δερμάνης) δεν βάζουμε απλώς χρήματα και μετά αφήνουμε τις επενδύσεις στην τύχη τους. Ασχολούμαστε ενεργά, βοηθώντας τις εταιρείες. Γι’ αυτό και θα επενδύσουμε συνολικά σε 12 με 15 εταιρείες, τοποθετώντας κατά μέσο όρο 10 εκατομμύρια στην καθεμία από αυτές»
Πέραν των πέντε εταίρων, πρόεδρος της Επενδυτικής Επιτροπής είναι ο κ. Νίκος Νανόπουλος, πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank.
Ως προς το διαρθρωτικό κομμάτι, η Deca Investments είναι το ένα από τα δυο κομμάτια ενός Fund το οποίο ιδρύθηκε το 2014 για να επενδύσει σε ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. «Το ένα κομμάτι είναι το fund Diorama Investments, το οποίο είναι το όχημα στο οποίο οι επενδυτές βάζουν τα χρήματά τους για να κάνουν τις επενδύσεις και το οποίο βρίσκεται στο Λουξεμβούργο. Και το δεύτερο, που είναι Deca έχει τη βάση του στην Ελλάδα. H Deca έχει αποκλειστική σύμβαση investment management με το Diorama, διαχειρίζεται τα χρήματα του fund και ελέγχεται και αδειοδοτήθηκε στην Ελλάδα», εξηγεί ο κ. Κούλης, παρουσιάζοντας τη δομή του επενδυτικού σχήματος.
Βασικοί επενδυτές του Diorama Investments, πέραν από τον κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλο, είναι τρεις μεγάλοι, διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί: Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η EBRD και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων. Συνολικά οι τρεις οργανισμοί συνεισφέρουν 60 εκατομμύρια και πέραν αυτών υπάρχει μια σειρά άλλων θεσμικών επενδυτών και επιχειρηματιών.
Το προφίλ των επενδύσεων
«Εμείς επενδύουμε σε εταιρείες, βασική έλλειψη των οποίων είναι τα κεφάλαια, τα οποία χρειάζονται για να επεκταθούν, να αγοράσουν νέα μηχανήματα, να επενδύσουν σε μια νέα τεχνολογία και γενικότερα να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να αυξήσουν τις πωλήσεις και την κερδοφορία τους.
Ένας από τους στόχους μας είναι να βρούμε εταιρείες που με τα κεφάλαιά μας και τη συνδρομή μας μπορούν μέσα σε μια πενταετία να τριπλασιάσουν την κερδοφορία τους» εξηγεί ο κ. Κούλης.
Το 65% των επενδύσεών γίνεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις –όπως αυτές ορίζονται από τα ευρωπαϊκά δεδομένα- ενώ το υπόλοιπο 35% μπορεί να γίνει και σε μεγαλύτερες εταιρείες.
Στη μεγάλη πλειοψηφία των επενδύσουμε πρόκειται για μειοψηφικές συμμετοχές με τη μορφή του equity funding. H μορφή αυτή χρηματοδότησης, σύμφωνα με τον κ. Κούλη «δεν είναι μονόδρομος για την Ελλάδα, αλλά ένα χρήσιμο εργαλείο. Δεν θα λύσει το πρόβλημα της Ελλάδας αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα κομμάτι της λύσης».
Η Deca Investments αναζητά εταιρείες που να έχουν καλά θεμελιώδη στοιχεία. Δηλαδή, εταιρείες που να έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τις πωλήσεις και την κερδοφορία τους, να έχουν κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που να μπορεί να διατηρηθεί, και να έχουν καλή διοίκηση.
Πέρα από αυτά, σύμφωνα με τον κ. Κούλη, «επειδή κάνουμε σημαντικές μακροχρόνιες μειοψηφικές συμμετοχές και πρέπει να «παντρευτούμε” τους υπάρχοντες μετόχους, πρέπει να υπάρχει εκατέρωθεν εμπιστοσύνη. Η ποιότητα των ανθρώπων με τους οποίους «συμπεθεριάζουμε» είναι πάρα πολύ σημαντική».
Τέλος, βασικό κριτήριο είναι να είναι εταιρείες που να είναι εξωστρεφείς και να μην βασίζονται κυρίως στην ελληνική αγορά για να πάνε καλά.
Επιμένουν στην Ελλάδα
Όσο για τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν να τοποθετηθούν στην Ελλάδα, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα παγκοσμίως, ο κ. Κούλης είναι ξεκάθαρος: «Η Ελλάδα είναι μια χώρα που πάντα είχε καλές επιχειρήσεις. Αυτές δεν εξαφανίστηκαν μέσα στην κρίση. Αν μη τι άλλο, αυτές που εξαφανίστηκαν είχαν λόγους που εξαφανίστηκαν. Υπάρχουν καλές εταιρείες στην Ελλάδα και μικρός ανταγωνισμός, καθώς πολλοί επενδυτές –εύλογα- φοβούνται την Ελλάδα. Μια και ζούμε εδώ σκεπτόμαστε ότι εάν οι επενδύσεις μας βοηθήσουν να πάνε καλά μερικές εταιρείες, οι εργαζόμενοι και οι μέτοχοι, πάει καλά και ο τόπος. Υπάρχουν ευκαιρίες και αλλού, αλλά εδώ είμαστε και εδώ αναζητούμε τις ευκαιρίες».
Την ίδια στιγμή πάντως ο Διευθύνων Σύμβουλος της Deca Investments δεν «μασάει τα λόγια του» αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν την οικονομία στη σημερινή της κατάσταση.
«Το ελληνικό μοντέλο ήταν ένα στρεβλό μοντέλο. Εστιαζόταν σε αγαθά που δεν μπορούσες να πουλήσεις. Χτίζαμε σπίτια, ανοίγαμε καφετέριες και σουβλατζίδικα και φτιάχναμε δημόσιους υπάλληλους. Αυτό δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Φτάναμε σε σημείο να πηγαίνεις στην Ύδρα και να αγοράζεις λεμόνια από την Αργεντινή και σκόρδα από την Κίνα».
Όσο για το τι πρέπει να γίνει, η λύση είναι ξεκάθαρη: «Το μοντέλο αυτό πρέπει να αλλάξει και να υπάρχουν εταιρείες που να είναι ανταγωνιστικές διεθνώς και όχι μόνο στην ελληνική αγορά. Πρέπει να είσαι καλύτερος από τον Ιταλό και το Γερμανό, αλλιώς δεν θα κάνεις τίποτε.
Είναι θέμα νοοτροπίας, πρέπει να έχεις ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς, πρέπει να απαλλαγείς από τη γραφειοκρατία που “σταυρώνει” τον κάθε επιχειρηματία και πρέπει ο καθένας να μπορεί να κάνει ένα πλάνο. Εμείς βάζουμε το λιθαράκι μας»