Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι με τον όρο «οργανωμένο οικονομικό έγκλημα» νοούνται όλες οι δραστηριότητες οργανωμένων εγκληματικών ομάδων οι οποίες κάνουν κατάχρηση χρηματοοικονομικών συστημάτων ή συστημάτων πληρωμών με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους.
Οι ιδιαιτερότητες του οικονομικού εγκλήματος σε σχέση με το κοινό ποινικό έγκλημα δημιουργούν δυσκολίες στην αντιμετώπισή του από την πλευρά των διωκτικών αρχών. Οι δυσκολίες αυτές οφείλονται στις πολυάριθμες εκφάνσεις του οικονομικού εγκλήματος, στην «άυλη» κίνηση του μέσω οικονομικών, χρηματιστηριακών, τραπεζικών και λοιπών συναλλαγών και κυρίως στο «μανδύα» νομιμότητας υπό τον οποίο κινείται. Σε πολλές περιπτώσεις εμπλέκονται κρατικοί υπάλληλοι, διωκτικά όργανα, δικαστικά και πολιτικά πρόσωπα, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ελλειμάτων στην πολιτική βούληση και δράση.
Παρόλες τις διαφορετικές εκφάνσεις του οικονομικού εγκλήματος εμφανίζονται κοινά χαρακτηριστικά τα οποία συνοπτικάπαρουσιάζονται κατωτέρω:
- Οι οικονομικοί εγκληματίες τις περισσότερες φορές είναι άτομα που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και δυνατότητα χρήσης πληροφοριών και μέσων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δυσκολία στην αποκάλυψή τους.
- Τα οικονομικά εγκλήματα τις περισσότερες φορές εκτελούνται υπό τη «νόμιμη σκεπή» επιχειρηματικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αποτελώντας ουσιαστικά κατάχρηση της εμπιστοσύνης των εργαζόμενων μερών.
- Οι δράστες των οικονομικών εγκλημάτων είναι νόμιμα και αιτιολογημένα «παρόντες στη σκηνή του εγκλήματος» καθώς τα ως άνω εγκλήματα εκτελούνται κυρίως στην ιδιωτική σφαίρα, γεγονός που τα καθιστά αόρατα.
- Το έδαφος ανάπτυξης των οικονομικών εγκλημάτων είναι πρόσφορο λόγω των ελλειμάτων πληροφόρησης και ελέγχου, αλλά και της ανυπαρξίας ουσιαστικής λογοδοσίαςμέσα στις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς.
- Τα οικονομικά εγκλήματα συχνά σχετίζονται με την αλληλεπίδραση ευκαιρίας-εκλογίκευσης-κινήτρου.
- Δεν υπάρχει ο κλασικός τύπος οικονομικού εγκληματία.
Για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος απαιτείται εξειδίκευση και διαρκής κατάρτιση τόσο των διωκτικών όσο και των ελεγκτικών οργάνων, καθώς οι μορφές εμφάνισης του εν λόγω εγκλήματος είναι διαρκώς αναπτυσσόμενες και η ζημία από τη διάπραξή του δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη.
Η δικαστική αντιμετώπισή του είναι προβληματική και η απόδειξή του τίθεται αρκετές φορές υπό αμφισβήτηση. Ο δόλος, η συνέργεια, η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης είναι θέματα δυσχερή προς απόδειξη. Το εκάστοτε αδίκημα μπορεί να είναι διαρκές και υπάρχει αδυναμία χρονικού ή γεωγραφικού προσδιορισμού του. Άλλο ένα πρόβλημα είναι οι ελάχιστες μαρτυρικές καταθέσεις που έχουν στη διάθεσή τους οι διωκτικές αρχές λόγω ανυπαρξίας αυτόπτων μαρτύρων με αποτέλεσμα να αρκούνται σε έγγραφες αποδείξεις. Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι τις περισσότερες φορές τόσο οι διωκτικές όσο και οι δικαστικές αρχές αδυνατούν να εντοπίσουν που έχουν αναλωθεί ή φυγαδευτεί τα χρηματικά ποσά που έχουν παράνομα αποκτηθεί στο πλαίσιο εκτέλεσης της παράνομης πράξης και ως εκ τούτουπροσπαθούν μέσω της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, της κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων είτε μέσω ελέγχου του «πόθεν έσχες» να εντοπίσουν ή να ταυτοποιήσουν τα παρανόμως ιδιοποιημένα χρηματικά ποσά.
Εν όψει των ανωτέρω, επειδή η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα που συνδέεται άρρηκτα με την οικονομική λειτουργία του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος, γίνεται μία προσπάθεια βελτίωσης του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, ή σωστότερα μια προσπάθεια ολοκληρωτικής αλλαγής του νομικού συστήματος. Με την πρόβλεψη της «ικανοποίησης του παθόντος» και τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής (στο N. 3904/2010) σκοπός είναι η εύρεση μιας εναλλακτικής λύσης στο ποινικό σύστημα και όχι απλώς μια βελτιωμένη εκδοχή του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Τελικός σκοπός είναι μια «αποκαταστατική» δικαιοσύνη η οποία με τη σειρά της έχει ως στόχο την αποκατάσταση σε ασφαλείς κοινότητες της σχέσης μεταξύ θύματος και δράστη που έχουν επιλύσει τα μεταξύ τους προβλήματα, ιδιαίτερα προκειμένου για περιουσιακά εγκλήματα. Στην πράξη όμως οι διατάξεις του νέου άρθρου 308Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υπό τον τίτλο «ποινική συνδιαλλαγή» εισάγουν ρυθμίσεις που φιλοδοξούν μεν να ομοιάσουν προς τον θεσμό της συνδιαλλαγής, στην ουσία όμως ολίγο σχετίζονται μ’ αυτό.[1]
[1]Η «ικανοποίηση του παθόντος» και η «ποινική συνδιαλλαγή» στο N. 3904/2010, Μυλωνόπουλος Χρίστος, Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών