Ζούμε στη χώρα της πόλωσης και της εύκολης πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι οπαδοί ενός κόμματος στηρίζουν με φανατισμό ό, τι πει ο αρχηγός, ενώ οι αντίπαλοι το κατακεραυνώνουν άνευ δεύτερης σκέψης. Η μεγάλη δε πλειοψηφία απαξιώνει συλλήβδην και τους μεν και τους δε, συχνά χωρίς καν να γνωρίζει τι ακριβώς υποστηρίζουν. Εκτός από την έλλειψη στοιχειώδους αντικειμενικότητας, έχουμε κι ένα άλλο ελάττωμα. Αποφεύγουμε την αυτοκριτική, περίπου όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Στο πλαίσιο λοιπόν της προσωπικής μου υπέρβασης – τη συνιστώ ανεπιφύλακτα - ομολογώ ότι περίμενα πολύ διαφορετική στάση από τον Πρωθυπουργό στην πρόσφατη επίσκεψή του στη Δυτική Μακεδονία. Προεξοφλούσα εγκαίνια και κορδέλες για την «υπερσύγχρονη» Πτολεμαΐδα 5 που βρίσκεται στα πρώτα στάδια της κατασκευής της. Περίμενα επίσης υποσχέσεις για αναβίωση του «εθνικού μας καυσίμου», με την κατασκευή και δεύτερης νέας λιγνιτικής μονάδας στη Φλώρινα, η οποία «θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της Δυτικής Μακεδονίας». Υποσχέσεις και βαρύγδουπα λόγια που θα χάιδευαν τα κουρασμένα αυτιά των εργαζόμενων, οι οποίοι εξέφραζαν έξω από τον χώρο της ομιλίας του κ. Τσίπρα, τη δικαιολογημένη αγωνία τους για το εργασιακό τους μέλλον.
Παρόλα αυτά ο Πρωθυπουργός με διέψευσε. Μίλησε ξεκάθαρα για «ελαχιστοποίηση» της χρήσης του λιγνίτη. Απέφυγε μάλιστα να επικαλεστεί το «κακό μνημόνιο» για αυτή την εξέλιξη αλλά εστίασε στην ανάγκη τήρησης της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και της προστασίας του κλίματος. Απέφυγε επίσης την οποιαδήποτε αναφορά στην «Πτολεμαΐδα 5», το μεγαθήριο των 660 MW, η αδειοδότηση του οποίου αποτέλεσε κορυφαία προτεραιότητα της υπουργίας Λαφαζάνη, παίρνοντας αποστάσεις από τη «νέα μονάδα που χτίζει η ΔΕΗ».
Η ομιλία του Πρωθυπουργού στα Κοίλα Κοζάνης βαδίζει στα χνάρια μιας πολύ πρόσφατης στροφής της κυβέρνησης στο κεντρικό πολιτικό ζήτημα του λιγνίτη. Λιγότερο από 5 μήνες πριν, τον Φεβρουάριο του 2017 ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος κ. Φάμελλος απέσυρε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για παροχή δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών ρύπανσης στη λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ για τη δεκαετία 2021-2030. Η κυβερνητική αυτή επιλογή μεταφράζεται σε διατήρηση 1,75-2,5 δισ. ευρώ στα δημόσια ταμεία - αντί για τα ταμεία των λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ -, με αποτέλεσμα η οικονομική βιωσιμότητα των 2 νέων μονάδων (Πτολεμαΐδα 5 και Μελίτη 2) που επιθυμεί διακαώς ο πρόεδρός της κ. Παναγιωτάκης, να καθίσταται απαγορευτική.
Ο κ. Φάμελλος επίσης ήταν ο μοναδικός από τους Ευρωπαίους ομολόγους του που τον περασμένο Φεβρουάριο στήριξε ανοιχτά τη θέσπιση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών. Τα 8 δισ. ευρώ αυτού του Ταμείου προορίζονται να στηρίξουν τους εργαζομένους στη λιγνιτική βιομηχανία που θα χάσουν τις δουλειές τους σε διάφορες περιφέρειες της Ευρώπης, λόγω της στροφής σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα. Το ίδιο ακριβώς αίτημα στήριξε και ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στην Κοζάνη.
Η στροφή αυτή συνεχίστηκε δύο μήνες αργότερα όταν η Ελλάδα έγινε η μόνη λιγνιτοπαραγωγός χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που υπερψήφισε το νέο Εγχειρίδιο Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών, το οποίο επιβάλλει αυστηρότερα όρια εκπομπών αέριων ρύπων στους λιγνιτικούς σταθμούς. Οι απαραίτητες αναβαθμίσεις για τη συμμόρφωσή τους με τα νέα όρια, πρέπει να ολοκληρωθούν ως το 2021 και είναι βέβαιο ότι θα επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο το κόστος της λιγνιτικής κιλοβατώρας. Η ψήφος δε της Ελλάδας ήταν καθοριστική καθώς χωρίς αυτήν τα νέα όρια εκπομπών δεν θα γίνονταν αποδεκτά.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι αν αυτή η κυβερνητική στροφή θα έχει συνέχεια και βάθος ή αν είναι απλά συγκυριακή, όπως δυστυχώς συμβαίνει συχνά στην ελληνική πολιτική ζωή.
Αν πρόκειται για μια ουσιαστική αλλαγή πλεύσης, τότε Πρωθυπουργός και κυβέρνηση πρέπει να ματαιώσουν άμεσα κάθε σχέδιο για νέες λιγνιτικές μονάδες. Η μεταλιγνιτική περίοδος που, σύμφωνα με τη δήλωση του Πρωθυπουργού, αποτελεί πλέον πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, δεν συνάδει με κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων. Πρέπει επίσης να σταματήσουν να δίνουν φρούδες ελπίδες στους εργαζόμενους της λιγνιτικής βιομηχανίας για ανάπτυξη «καθαρών» τεχνολογιών καύσης λιγνίτη, όπως υπαινίχθηκε στη Δ. Μακεδονία ο κ. Τσίπρας, καθώς αυτές έχουν αποδειχτεί στην πράξη άκρως αντιοικονομικές και άρα αντιρρεαλιστικές.
Κι αν η θέσπιση του ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης που στήριξε ο Πρωθυπουργός στην Κοζάνη, εξαρτάται από τα άλλα 27 Κράτη Μέλη της ΕΕ, η ελληνική κυβέρνηση έχει άλλα, καθαρά δικά της εργαλεία, για να στηρίξει έμπρακτα την αναβίωση των διαλυμένων οικονομιών στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας. Ένα από αυτά είναι η διοχέτευση τμήματος των δημοσίων εσόδων από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπών που κατανέμονται στην Ελλάδα στη μετάβαση των λιγνιτικών νομών της χώρας σε «ένα καθεστώς χαμηλής λιγνιτικής εξάρτησης». Το σχετικό αίτημα των δημάρχων των 5 ενεργειακών Δήμων της χώρας απέρριψε πέρυσι ο πρώην υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος κ. Σκουρλέτης. Είναι πια επιβεβλημένη η αναθεώρηση της κυβερνητικής θέσης.
Πρωτίστως όμως, όλα αυτά θα πρέπει να αποτυπωθούν στον πολυαναμενόμενο Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό, ο οποίος καλείται πλέον να περιγράψει το μονοπάτι της σταδιακής απεξάρτησης από τον λιγνίτη ως το 2030 με πολύ συγκεκριμένο τρόπο.
Η τεχνολογία και το σχέδιο για τη μετάβαση της χώρας και της Δ. Μακεδονίας στη μεταλιγνιτική περίοδο ως το 2030 υπάρχουν. Ας περάσουμε από τα λόγια στα έργα.