Στις ειδήσεις των προηγούμενων ημερών εμφανίστηκε μεταξύ των άλλων και μια είδηση, η οποία αναφέρεται σε μια επιστημονική ανακοίνωση για την σχέση της βιολογικής ταυτότητας των σύγχρονων Ελλήνων με τους Έλληνες που έζησαν στις Μυκήνες και στο βασίλειο του Μίνωα. Πρόσφατες έρευνες στο αρχαίο εκείνο DNA έδειξαν ότι όλοι εμείς που σήμερα προσδιοριζόμαστε ως Έλληνες έχουμε ευθεία σχέση με τους αρχαίους προγόνους.
Μάλιστα, η χαρά από την ανάγνωση της είδησης είναι διπλή, αφού η σύγχρονη επιστήμη έρχεται να ενταφιάσει την αναχρονιστική εκείνη θεωρία του Φαλμεράυερ, σύμφωνα με τον οποίο, η αρχαία καταγωγή μας είχε νοθευτεί από σλαβικά φύλα και εμείς οι νέοι Έλληνες ελάχιστη σχέση έχουμε με τους αρχαίους.
Με ενοχλούσε, πάντα, ο κομπογιαννιτισμός του Φαλμεράυερ και οι πολιτικές συνέπειες που ένας τέτοιος ανθελληνισμός μπορεί να προκαλέσει, ιδίως, σε περιόδους κρίσης. Αλλά δεν θεωρώ σωστό, από θέση αρχής, να απαντά κανείς σε κοινωνικές εννοιολογήσεις και πολιτικές με βιολογισμούς.
Είναι, δηλαδή, βέβαιον ότι η ανακάλυψη του βιολογικού ελληνικού DNA δεν μπορεί να δώσει καμία απάντηση στα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που μας απασχολούν. Το βιολογικό DNA δεν έχει σχέση με το κοινωνικό DNA, και ειδικά, με το DNA που χρειάζεται να διαθέτει ο μεταρρυθμιστής. Για την ποιότητα της διακυβέρνησης, η οποία επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει φθάσει στο ναδίρ της, για την επικράτηση του ανορθολογισμού και της φαυλότητας των δημαγωγών και λαϊκιστών που κυβερνούν, για όλα αυτά, το βιολογικό DNA δεν μπορεί να κάνει πολλά.
Αντιθέτως, ζητούμενο είναι ένα κοινωνικό DNA που θα μας επιτρέψει μέσω των μεταρρυθμίσεων να διαρρήξουμε τον φαύλο κύκλο των πελατειακών σχέσεων και της οικονομικής εξάρτησης από τους εταίρους-δανειστές.
Τα στοιχεία του κοινωνικού DNA είναι ενσωματωμένα στην άτυπη κουλτούρα διακυβέρνησης: Το φιλότιμο, η αλληλεγγύη ενόψει εθνικών επιδιώξεων και στόχων και η υποστήριξη των αρίστων μας είναι τα κυριότερα.
Οι μεταφορές, οι αναγωγισμοί και ο μεθοδολογικός συγκριτισμός φυσικών και κοινωνικών επιστημών (ή μεταξύ των επιστημών του «είναι» και των επιστημών του «δέοντος») που καταδικάζονται από την συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών επιστημόνων, βρίσκουν, αντιθέτως, πολλούς ένθερμους οπαδούς στην πολιτική. Μάλλον, επειδή η πολιτική κατά την ενάσκησή της δεν είναι επιστήμη. Πολλοί έχουν επιχειρήσει, πλειστάκις, να την επιστημονικοποιήσουν και, σίγουρα, κατά την διαδικασία της «απομάγευσης» του κόσμου (Max Weber), το μεταφυσικό χάρισμα του Ηγέτη-Σαμάνου υποκαταστάθηκε, εν πολλοίς, από τους θεσμούς.
Αυτοί διαχειρίζονται, πια, τη διαμόρφωση των ασυνεχειών μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, αυτοί διαμορφώνουν μια γλώσσα που επικοινωνεί με διαφορετικές αντιλήψεις και προσδοκίες, νομιμοποιώντας όσες εξ αυτών μπορούν να ενσωματωθούν στο αφήγημά τους. Αυτοί εγγυώνται, εν τέλει, την «ευρωστία» του κοινωνικού DNA. Είναι, ακριβώς, οι θεσμοί που βάλλονται από τους εθνολαϊκιστές. Και εκείνοι που υπεραμύνονται αυτών είναι όσοι δεν αρκούνται στην υπερηφάνεια ενός βιολογικού, αλλά αγωνίζονται για την ανάδειξη ενός γνήσιου ελληνικού κοινωνικού DNA.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή