Το βασικότερο συμπέρασμα από το τελευταίο συνέδριο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε από κοινού με την Ένωση Περιφερειών είναι ότι η Αυτοδιοίκηση, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις και τις ανάγκες που μεγαλώνουν διαρκώς, συνεχίζει να πορεύεται μόνη, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την κεντρική εξουσία. Το ερώτημα είναι πού πορεύεται και μέχρι πότε;
Το επερχόμενο Νομοσχέδιο με την αλλαγή του «Καλλικράτη» και την εφαρμογή του «Κλεισθένη», εάν μείνει ως έχει και δεν υπάρξει ουσιαστική διαβούλευση με Δήμους και Περιφέρειες θα δικαιώνει αυτό που όλοι, λίγο-πολύ, μεταξύ μας λέμε. οτι δηλαδή αποφασίζεται κάτι για την Αυτοδιοίκηση, χωρίς εκείνη!
Η παντελής απουσία ισότιμου διαλόγου με το Υπουργείο αποτελεί ένα καθοριστικό «φάουλ» του ΥΠ.ΕΣ., ενώ είναι γεγονός ότι το περιβόητο Νομοσχέδιο δεν προωθεί καμία σημαντική αλλαγή στο μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας, στη λειτουργία του Κράτους και της Αυτοδιοίκησης. Δεν αποσαφηνίζεται το εάν και πώς θα δίνονται περισσότεροι πόροι, ούτε φυσικά δίνεται η δυνατότητα για προσλήψεις προσωπικού που τόσο πολύ έχουν ανάγκη οι Δήμοι, ώστε να αντιμετωπιστούν οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες τους, ως απόρροια των αυξανόμενων αρμοδιοτήτων που τους αναθέτει το Κράτος.
Επιπλέον, η γραφειοκρατία, που σήμερα ζει και …βασιλεύει, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, δεν μειώνεται ούτε στο ελάχιστο και εύλογα δημιουργείται η απορία, τι τελικά αλλάζει με το νέο Νομοσχέδιο;
Η βασικότερη –και ίσως η μοναδική- ουσιαστική αλλαγή είναι η υιοθέτηση της απλής αναλογικής ως νέο εκλογικό σύστημα. Ένα σύστημα που συγκεντρώνει τη μήνιν των Αυτοδιοικητικών και όχι άδικα, αφού οι πολίτες θα βιώσουν από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής της το πόσο ακατάλληλη είναι για να διοικηθεί ακόμη και ένας μικρός πληθυσμιακά Δήμος, πόσο μάλλον οι μεγάλοι. Θα έλεγε κανείς ότι η εμμονή της Κυβέρνησης να εφαρμόσει σε μια κοινωνία που δεν είναι ακόμη έτοιμη την απλή αναλογική, πολύ απλά δεν έχει… λογική.
Οφείλουμε, βέβαια, να ξεκαθαρίσουμε κάτι σημαντικό: η απλή αναλογική είναι ένα σύστημα (όχι το μοναδικό) που αποτυπώνει σχεδόν στο απόλυτο την βούληση του κόσμου. Όμως τα… δύσκολα ξεκινούν την επόμενη κιόλας ώρα μετά τις εκλογές, αφού θα οδηγήσει τους Δήμους σε ακυβερνησία και αναποτελεσματικότητα, με τους πολίτες να είναι οι μόνοι που θα πληρώνουν τις συνέπειες.
Με τον επιδιωκόμενο τρόπο διακυβέρνησης ευνοούνται συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, τόσο για πολύ σημαντικά θέματα, όσο και για πολύ απλά. Δημιουργείται, δε, πεδίο …δόξης για κάθε λογής «σωτήρες», που αν και ο κόσμος θα τους κατατάξει ως απλούς συμμετέχοντες στις εξελίξεις, θα απαιτήσουν υψηλές θέσεις (αντιδημάρχων, αντιπεριφερειαρχών κ.α.) προκειμένου να προσφέρουν τις ψήφους τους για την τελική νίκη στις εκλογές. Και αυτό γιατί γνωρίζουν πως από απλοί συμμετέχοντες (βάσει της επιλογής του κόσμου), πλέον γίνονται ρυθμιστές των εξελίξεων! Θα μπορέσουν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι να πάρουν δύσκολες αποφάσεις; Να κάνουν τομές και να χαράξουν αναπτυξιακή στρατηγική για κάθε Δήμο, έχοντας ως μοναδικό γνώμονα το συμφέρον του τόπου τους; Η απάντηση είναι εύκολη…
Η Αυτοδιοίκηση εάν κάτι δεν χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι περισσότερα προβλήματα από αυτά που ήδη έχει. Επειδή ακριβώς αντιλαμβάνεται τις δύσκολες στιγμές που περνά η χώρα είναι ο μοναδικός θεσμός του Κράτους, που έχει καταφέρει να είναι αποτελεσματικός με λιγότερους πόρους και προσωπικό εν μέσω κρίσης.
Εάν η Κυβέρνηση θέλει να κρατήσει ζωντανό το μοναδικό θεσμό που βρίσκεται τόσο κοντά στους πολίτες και που ασκεί κοινωνική πολιτική, οφείλει να δει την Αυτοδιοίκηση ισότιμα ως εταίρο στο διάλογο για το νέο Νομοσχέδιο. Προφανώς και πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα στον «Καλλικράτη», αλλά αυτά πρέπει να συναποφασιστούν και όχι απλώς να ανακοινωθούν στους ΟΤΑ, γιατί τότε το Κράτος δεν θα εμπαίζει Δήμους και Περιφέρειες μόνο, αλλά ουσιαστικά όλους τους πολίτες, που από την Αυτοδιοίκηση και μόνο περιμένουν χείρα βοηθείας.