Την ανάγκη του επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής της Ελλάδας ως δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς και το ζήτημα των γεωπολιτικών αλλαγών που πυροδοτεί η πολιτική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ υπό το πρίσμα της ασφάλειας, υπογράμμισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ανοίγοντας, το απόγευμα της Κυριακής, το τριήμερο συνέδριο του «Κύκλου Ιδεών» με τίτλο: «Η Ελλάδα Μετά VIII: Η Ευρώπη, η Ελλάδα και ο καταιγισμός των νέων προκλήσεων».
«Νομίζω ότι τώρα, το "Mετά", το σημείο δηλαδή τομής, είναι οι εκλογές στην Αμερική, η έναρξη της νέας διακυβέρνησης, άρα η έναρξη της εποχής των αβεβαιοτήτων. Όλα τα στερεότυπα, όλα τα αυτονόητα της μακράς μεταπολεμικής και μεταψυχροπολεμικής περιόδου φαίνεται να αμφισβητούνται συλλήβδην, άμεσα. Παρακολουθούμε στην πραγματικότητα μία έκρηξη πολιτικού βολονταρισμού, τη βουλησιαρχία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος θεωρεί ότι με νομικές πράξεις, εκδίδοντας εκτελεστικά διατάγματα, μπορεί να γράφει Ιστορία, να ανατρέπει παραδοχές ιστορικού χαρακτήρα, αυτονόητα τα οποία δεν είναι απλώς πολιτικά, αλλά είναι γεωπολιτικά, δηλαδή συνδέονται με την πρόσληψή μας για τη γεωγραφία και πολύ περισσότερο με την αντίληψη την ιστορική της Δύσης, με τη Δύση ως ιστορική οντότητα που βασίζεται στην Ευρωατλαντική συνεργασία», σημείωσε ο κ. Βενιζέλος.
Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του νέου συστήματος οργάνωσης της διεθνούς κοινωνίας, αλλά έχει πολύ βαθύτερες ρίζες, γιατί στην πραγματικότητα η Δύση είναι η μετεξέλιξη της Christiandom, της χριστιανοσύνης, άρα εδώ έχουμε μία ανατροπή μίας πρόσληψης η οποία είχε και αξιακά χαρακτηριστικά και ιδεολογικά, βεβαίως και γεωπολιτικές αναφορές. Τώρα όλα αυτά αμφισβητούνται και αμφισβητείται και η αξιακή επικράτεια της Δύσης που είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία, γιατί αν η Δύση έχει μια επικράτεια, έναν χώρο ο οποίος προσδιορίζεται γεωγραφικά και ιστορικά, έχει και ένα πεδίο αξιακό και θεσμικό το οποίο είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία, για το οποίο και αγωνίζεται, υποτίθεται, και αμύνεται, άρα ανατρέπεται και η αίσθηση ασφάλειας. Σου λέει και ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, δεν κινδυνεύετε από την Ρωσία. Ενδεχομένως υπάρχει κίνδυνος από την Κίνα, αλλά πάντως η Ευρώπη δεν κινδυνεύει από την Ρωσία, κινδυνεύει από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία της και το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα».
Σε ερώτηση για το αν συνδέονται τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν την 28η Φεβρουαρίου σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο, δηλαδή τη συνάντηση Τραμπ-Ζελένσκι στο Λευκό Οίκο και τα συλλαλητήρια για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, όσον αφορά την αλλαγή, από την οπτική πως είναι μια ημερομηνία στην οποία δεν αλλάζουν τα πάντα, απλώς συμπυκνώνονται αλλαγές και γίνονται φανερές, ο κ. Βενιζέλος απάντησε αρνητικά.
«Η 28η Φεβρουαρίου η ελληνική είναι μια αντίδραση απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα της χώρας, απέναντι στην ποιότητα της δημοκρατίας, στην ποιότητα του κράτους δικαίου, στη λειτουργία της δικαιοσύνης, στη διάψευση πολιτικών υποσχέσεων, στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, στην κρίση αντιπροσώπευσης της κοινωνίας, στην κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και ιδίως της κυβέρνησης. Εάν συνδέονταν τα δύο, ο ελληνικός λαός, η κοινή γνώμη, η κοινωνία των πολιτών θα έπρεπε να ανησυχεί για το πρόβλημα ασφάλειας της χώρας, αλλά για το πρόβλημα ασφάλειας της χώρας δεν ανησυχούμε, θα έπρεπε να ανησυχούμε.
Όπως θα μας δοθεί ίσως η ευκαιρία να πούμε στη συνέχεια της συζήτησης μας, κατά τη γνώμη μου το μεγάλο πρόβλημα της χώρας τώρα, είναι το πρόβλημα της ασφάλειάς της. Έχουμε πορευθεί 50 χρόνια, από τη Μεταπολίτευση και μετά, από τον Αττίλα στην Κύπρο, από την στρατιωτική ήττα της χώρας στην Κύπρο, στο πεδίο πρωτίστως των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του κυπριακού, αυτά τα δύο είναι η ατζέντα μας, η ατζέντα μας δεν περιλαμβάνει τρίτο θέμα στην πραγματικότητα, άντε και το ονοματολογικό μέχρι τη συνθήκη των Πρεσπών, με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Στο πεδίο, λοιπόν, των ελληνοτουρκικών σχέσεων, γιατί κυπριακό και ελληνοτουρκικά έχουν κοινό πρόβλημα την Τουρκία, πορευθήκαμε 50 χρόνια με τη σκέψη ότι εάν προκύψει μια στιγμή έντασης, δηλαδή ένα επεισόδιο, μπορεί να το διαχειριστούμε καλύτερα ή λιγότερο καλά, με θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα σημειακά, αλλά θα παρέμβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με κάποιο πρόσωπο το οποίο τη στιγμή εκείνη είναι ισχυρό, καθοριστικό και έχει γρήγορες αντιδράσεις, είτε αυτός είναι ο Κίσινγκερ, είτε είναι ο Σίσκο, είτε είναι ο Κρίστοφερ, είτε είναι ο Χόλμπρουκ, είτε είναι ο Μπάιντεν και το επεισόδιο θα πάψει να εξελίσσεται και θα μετατραπεί σε μια διπλωματική διαδικασία. Αυτό ζήσαμε τη δεκαετία του 1970, του 1980, του 1990, δεν το έχουμε ζήσει με τόσο καθαρό τρόπο τα 23 χρόνια Ερντογάν. Τώρα λοιπόν είναι αμφίβολο εάν θα συμβεί αυτό, μπορεί να μη συμβεί, δεν το ξέρουμε».
«Πάντως, εάν δεν το κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά ότι αυτό μπορεί να γίνει από άλλον, δηλαδή από μια ευρωπαϊκή χώρα ή ότι μπορεί να γίνει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τέτοια που δεν έχει μηχανισμούς. Ούτως ή άλλως το ΝΑΤΟ δεν υπάρχει χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, άρα στην πραγματικότητα, όλος ο τρόπος σκέψης γύρω από τα ζητήματα ασφάλειας και γύρω από τη μικρή, αλλά βαριά εθνική μας ατζέντα, τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Εδώ να πω και το εξής το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου πολύ κρίσιμο και πρέπει να το πούμε με σαφήνεια τώρα. Δεν μπορούμε να λέμε μισόλογα τώρα, γιατί πρέπει να έχουμε μία αίσθηση της διεθνούς πραγματικότητας και της δικής μας θέσης μέσα σε αυτήν. Η Ελλάδα είναι μια υβριδική δυτική χώρα, είμαστε βεβαίως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος του ΝΑΤΟ, αποδίδουμε κολοσσιαία σημασία στην ελληνοαμερικανική εταιρική σχέση. Όμως δεν θεωρούμε ότι το πρόβλημα ασφάλειας της Δύσης ή το πρόβλημα ασφάλειας της Ευρώπης είναι και δικό μας, το δικό μας είναι το εθνικό πρόβλημα, είναι η Τουρκία».
Ερωτώμενος για το πόσο μπορούν οι πολίτες να νιώθουν σίγουροι ότι το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη μπορούν να τους προστατεύσουν στο ζήτημα με την Τουρκία, ο κ. Βενιζέλος τόνισε πως τέτοιες δηλώσεις είναι καταστατικές.
«Η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη δήλωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι αυτό σημαίνει εμπέδωση και διασφάλιση της δημοκρατίας και φυσικά αλληλεγγύη, ακόμη και με τη στρατιωτική έννοια του όρου, ενόψει του ενδεχομένου τουρκικής απειλής.
Τώρα, με την ίδια λογική αποχωρήσαμε από το ΝΑΤΟ το 1974 και επιστρέψαμε με πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες το 1980, χωρίς να βρεθούμε στη θέση που ήμασταν το 1974 και έχουμε πει και άλλη φορά σε μία συζήτηση μας ότι ως Υπουργός Άμυνας, μόλις το 2011, το πρώτο εξάμηνο, πριν πάω στο Υπουργείο Οικονομικών, προσπαθήσαμε να βελτιώσουμε την κατάσταση εντός του ΝΑΤΟ, για όση σημασία έχει το ΝΑΤΟ χωρίς την πραγματική και ενεργό συμμετοχή των ΗΠΑ. Αλλά εμείς έχουμε ένα αμυντικό δόγμα, έχουμε ένα πρόγραμμα εξοπλισμών, δαπανούμε πολλά χρήματα, υπερβαίνουμε τον στόχο του 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, όχι επειδή αποδεχόμαστε ότι υπάρχει κίνδυνος από την Ρωσία ή ότι υπάρχει ένας νέος κίνδυνος πια προς την πλευρά του Ινδοειρηνικού ωκεανού από την Κίνα, αλλά επειδή έχουμε τον κίνδυνο της Τουρκίας. Αυτό δεν είναι η κοινή δυτική αντίληψη, ούτε η κοινή ευρωπαϊκή αντίληψη, άρα έχουμε έναν υβριδικό χαρακτήρα. Αυτόν πρέπει να τον διαχειριστούμε τώρα εντός των νέων συμφραζομένων, τα οποία είναι ανατρεπτικά.
Βεβαίως, να πω και το εξής, ο χρόνος κυλάει με φοβερή ταχύτητα και πυκνότητα. Χρησιμοποιήσαμε τώρα στην έρευνα ως τομή την 28η Φεβρουαρίου. Η τελευταία εβδομάδα, δηλαδή οι ημέρες που πέρασαν τώρα, οι πέντε προηγούμενες εργάσιμες μέρες δίνουν μία εικόνα υποστροφής της πολιτικής Τραμπ. Σε δύο μεγάλες κινήσεις τώρα η αμερικανική πολιτική δείχνει πιο συμβατική, πιο κλασική, πιο κοντά στην παραδοσιακή αντίληψη και αναφέρομαι στη συνάντηση της Τζέντα μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ουκρανίας και στο κοινό ανακοινωθέν για την εκεχειρία, χωρίς να έχει υπογραφεί η διμερής συμφωνία για τις σπάνιες γαίες και τα ορυκτά. Εκεί βλέπουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρούν σε σχέση με τη σύγκρουση στο Οβάλ γραφείο, πολύ περισσότερο από ό,τι υποχωρεί η Ουκρανία, όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο. Το δε πιο εντυπωσιακό είναι το κοινό ανακοινωθέν των Υπουργών Εξωτερικών των G7 με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Άρα η πρώτη υπόσχεση του Τραμπ ότι θα έχουμε ξανά G8 και θα επανέλθει η Ρωσία δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί, είναι η δυτική ομάδα G7 και το κείμενο, το οποίο είναι μακροσκελές, στο κεφάλαιό του περί Ουκρανίας, στο κεφάλαιό του περί Μέσης Ανατολής και Γάζας, στο κεφάλαιό του περί Ιράν, Σουδάν, Υεμένης, είναι αυτό που θα είχαμε ίσως και με Μπάιντεν, το οποίο κατά τη γνώμη μου έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον», σημείωσε ο κ. Βενιζέλος.