Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες από τις πρωτοβουλίες αυτής της κυβέρνησης, έτσι και η «πρόταση» για την κατάτμηση της εκλογικής περιφέρειας της Β Αθήνας (ή και κάποιων άλλων περιφερειών στην περιοχή της πρωτεύουσας) παρουσιάζει μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στο θεσμικό και το πολιτικό της σκέλος. Είναι φτιαγμένη για να προκαλεί σύγχυση και αμηχανία και μόνο δευτερευόντως για να λύνει υπαρκτά προβλήματα. Στη διαπάλη ανάμεσα στην ουσία και τον πολιτικαντισμό χάνει μονίμως η ουσία. Θα ήταν, και αυτή τη φορά, κρίμα, όσο κι αν οι επιφυλάξεις είναι απόλυτα δικαιολογημένες.
Ιδού τα βασικά δεδομένα της «πρότασης» και των συμφραζομένων της (η λέξη «πρόταση» μπαίνει σε εισαγωγικά ακριβώς λόγω της αίσθησης ότι τα συμφραζόμενα είναι αυτά που την επικαθορίζουν):
- Το ζήτημα είναι παλαιό, γνωστό και σημαντικό, όμως: α) δεν αφορά μόνο τη Β Αθήνας αλλά το συνολικό ανασχεδιασμό εκλογικών Περιφερειών που να έχουν το ορθό μέγεθος και αντιπροσωπευτικότητα, β) δε συζητήθηκε και δεν προτάθηκε τίποτε σχετικό από την κυβέρνηση, παρά την επιμονή άλλων κομμάτων, όταν πέρασε τον δικό της εκλογικό νόμο, τον Ιούλιο του 2016, γ) ήρθε ξαφνικά στη δημόσια συζήτηση, σε χρόνο τόσο κοντινό με τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές και με τέτοια διασύνδεση με την επίσης ξαφνική «πρόταση» για εισαγωγή της απλής αναλογικής στις τοπικές εκλογές, που όζει πολιτικής σκοπιμότητας
- Η προτεινόμενη αλλαγή, επειδή συνίσταται σε ορισμό εκλογικών περιφερειών, απαιτείται, κατά το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος, να υπερψηφιστεί από τα 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή να λάβει 200 θετικές ψήφους, για να ισχύσει από τις επόμενες της ψήφισής της εκλογές –αλλιώς ισχύει από τις μεθεπόμενες. Το δεδομένο αυτό έχει αυτό δύο σημαντικές συνέπειες: α) καθιστά ακόμα πιο αδικαιολόγητη την εκ μέρους της κυβέρνησης πρωτοβουλία χωρίς καμία διαβούλευση, καμία προσπάθεια συνεννόησης με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ενόψει της απαιτούμενης συναίνεσης τους, καμία επιστημονική ή άλλη προετοιμασία, β) μεταθέτει το βάρος της επιλογής του χρόνου ισχύος της κατάτμησης αποκλειστικά στα κόμματα της αντιπολίτευσης
- Αν ξεχάσουμε για λίγο τη συγκυρία και εστιάσουμε στην ουσία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Β Αθήνας είναι μια Περιφέρεια-γίγας, που συγκροτείται από εντελώς ανομοιογενείς περιοχές και κοινωνικές ομάδες, στην οποία η διαδικασία απολήγει στην εκλογή του 1/5 του συνόλου των μελών της Βουλής, που χρησιμοποιείται για προσωπικό γόητρο και όχι για υπηρέτηση ή εκπροσώπηση των ψηφοφόρων από τους περισσότερους υποψηφίους και στην οποία το αποτέλεσμα καθορίζεται από τη δυνατότητα κινητοποίησης οικονομικών πόρων και επικοινωνιακής προβολής αναντίστοιχης με οποιασδήποτε άλλης περιφέρειας και εκλογής. Όλα αυτά τα γνωστά και πολυσυζητημένα στοιχεία καθιστούν την κατάτμηση ώριμο και δημοκρατικά αναγκαίο αίτημα
- Αίτημα ωστόσο που δεν αρκεί και δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του –όχι μόνο για να πείσει για τις αγαθές προθέσεις της κυβέρνησης, αλλά και για να έχει αποτελεσματικότητα. Ανεπαρκώς βελτιώνει τη δημοκρατική λειτουργία μόνη η κατάτμηση της Β Αθήνας, ή μιας-δυο εκλογικών Περιφερειών της Αττικής, χωρίς συνολικό ανασχεδιασμό του εκλογικού συστήματος (λείανση του απαράδεκτα υψηλού μπόνους εδρών, συνδυασμός αναλογικότητας-κυβερνησιμότητας, πολυεδρικών και μονοεδρικών περιφερειών, σπάσιμο όλων των μεγάλων περιφερειών ώστε καμία να μην εκλέγει περισσότερους από 9-10 βουλευτές), χωρίς αντιμετώπιση του μείζονος ζητήματος της εκλογής με λίστα, χωρίς υλοποίηση, επιτέλους, της συνταγματικής επιταγής για συμμετοχή στις ελληνικές εκλογές των εκτός Ελλάδας Ελλήνων, χωρίς εισαγωγή και εφαρμογή από όλα τα πολιτικά κόμματα –με πρώτο το κυβερνητικό- στοιχείων εσωκομματικής δημοκρατίας (για την επιλογή των υποψηφίων βουλευτών, για τη λογοδοσία των ηγεσιών, για τις προγραμματικές θέσεις και συμμαχίες).
Εντέλει, επειδή η πολιτική είναι εφαρμοσμένη τέχνη, το δίλημμα ενώπιον του οποίου θέτει, για μια ακόμα φορά, η κυβέρνηση τη δημοκρατική αντιπολίτευση είναι το ακόλουθο: θα δεχθείς κάτι που προτείνω με προφανή σκοπιμότητα και για να σε δυσκολέψω, αλλά που βελτιώνει έστω ατελώς και οριακά την υπάρχουσα κατάσταση, ή θα αποφύγεις να συμφωνήσεις προβάλλοντας δικαιολογίες ή προσχήματα και περιμένοντας να έρθει η δική σου σειρά να προτείνεις περίπου τα ίδια; Ουσία των θεσμών έστω και ως «δώρο» στον πολιτικό αντίπαλο ή άρνηση και της παραμικρής σύμπραξης λόγω της απόλυτα δίκαιης συνολικής κριτικής έναντι του κυβερνητικού έργου και πρακτικής; Πώς όμως θα βελτιωθεί το πολίτευμα και η δημοκρατία μας όταν κάθε υπεύθυνο πρόσωπο ή παράταξη δρα για τη βελτίωση μόνο όταν έχει την πρωτοβουλία και την επιλογή των μέσων και του χρόνου;
Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης έχουν χρέος –το κάνουν ήδη- να αποκαλύψουν την υποκρισία της κυβέρνησης και να παρουσιάσουν μια δική τους ολοκληρωμένη πρόταση. Μετά από αυτό εγώ θα έβαζα στο επίκεντρο τους θεσμούς, γιατί μόνο με προστασία των θεσμών νικιούνται οι κυνικοί και οι διαφθορείς των θεσμών.