Στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας αλλά και στην περαιτέρω εμβάθυνση και υλοποίηση πιο ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων αναφέρεται ο Μιχαήλ Γραμματικόπουλος, οικονομολόγος υπεύθυνος της Moody’s Analytics για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, παρότι η Ελλάδα ξεχωρίζει ως ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς της Ευρώπης και παρά τις ισχυρές επιδόσεις μετά το πέρας της πανδημίας, τα εθνικά στατιστικά στοιχεία για το δεύτερο εξάμηνο του 2024 φανερώνουν σημάδια αδυναμίας. Η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 4,3% από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο σε σύγκριση με την ίδια περίοδο ένα χρόνο πριν. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται ότι οι τουρίστες έχουν εξαντλήσει τις οικονομίες που συσσώρευσαν κατά την διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού.
Βέβαια, η δύναμη του τουρισμού συνεχίζει να προσελκύει επενδυτές του real estate και οι τιμές των οικιστικών ακινήτων συνεχίζουν την ανιούσα. Από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2024, οι οικοδομικές άδειες αυξήθηκαν 17% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2023. Ωστόσο, τα τρέχοντα επίπεδα αδειών παραμένουν περίπου 55% χαμηλότερα από ό,τι πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι η τρέχουσα προσφορά δεν μπορεί να καλύψει την υπάρχουσα ζήτηση. Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν 14,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω κατά 7,7% το 2024. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την Ευρωζώνη, όπου οι τιμές μειώθηκαν 1,2% το 2023 και αναμένεται να έχουν αυξηθεί μόλις 1,2% πέρυσι. Η Moody's Analytics εκτιμά ότι η αύξηση των τιμών των οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί σε επίπεδα χαμηλότερα του 6% φέτος, αλλά θα εξακολουθεί να υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τον Μ. Γραμματικόπουλο, έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την άνοδο των επενδύσεων στην Ελλάδα, που είναι ζωτικής σημασίας για τη διαφοροποίηση του μοντέλου της οικονομίας και τη βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Ο δείκτης πάγιων επενδύσεων προς το ΑΕΠ ανέρχεται πλέον στο 16%, από το χαμηλό του 10,1% στο τρίτο τρίμηνο του 2015. Ωστόσο, παραμένει χαμηλότερα από τα επίπεδα προ κρίσης κατά περίπου 21% και από χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο δείκτης επενδύσεων προς το ΑΕΠ δυσκολεύεται να ανακάμψει είναι ότι οι εγχώριες συστημικές τράπεζες διατηρούν τα επιτόκια καταθέσεων σε μηδενικά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος ευκαιρίας διακράτησης ρευστότητας είναι χαμηλό, καθιστώντας την αποταμίευση - καταθέσεις (προθεσμιακές) μη ελκυστικές για το μέσο νοικοκυριό. Αυτό επιβραδύνει τη συσσώρευση κεφαλαίου και τη ροή νέων δανείων, αν και ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών θα μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκια καταθέσεων μετά τη συγχώνευση Attica Bank - Παγκρήτια.
Η Moody's Analytics αναφέρεται επίσης στην δρομολογούμενη πρόωρη αποπληρωμή ακόμα 5 δισ. ευρώ που αφορούν τα προγράμματα διάσωσης των μνημονιακών χρόνων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, θα μειώσουν τον δείκτη δημόσιου χρέους κατά ακόμη δύο ποσοστιαίες μονάδες στο 147%.
Δυσκολεύονται ακόμη νέοι και οικογένειες...
Ευρύτερα ωστόσο, η πρόκληση για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι να διασφαλίσουν ότι το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο ωφελεί επίσης τον γενικό πληθυσμό. Η έρευνα της Eurostat για τις συνθήκες διαβίωσης το 2022 για την Ευρώπη, ήταν άκρως ανησυχητική. Οι Έλληνες με τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέφεραν ότι ήταν αρκετά δυσαρεστημένοι με την οικονομική τους κατάσταση (δεύτεροι μετά τη Βουλγαρία). Ωστόσο, από τότε, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σημαντικά και είναι πλέον συγκρίσιμος με εκείνον της Πορτογαλίας και της Μάλτας.
Η μεγαλύτερη διαφορά του του κατώτατου μισθού έναντι του επιδόματος ανεργίας έχει βελτιώσει τα κίνητρα των ατόμων να αναζητούν εργασία. Παρά την πρόοδο αυτή, ο μέσος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα για το 2023 ήταν ο τρίτος χαμηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Οι υψηλές τιμές των οικιστικών ακινήτων και ο υπερτουρισμός έχουν επίσης δυσκολέψει τους νέους και τις οικογένειες να νοικιάσουν ή να αγοράσουν ακίνητα. Αυτό υποδηλώνει ότι χρειάζονται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και των μισθών των μεσαίων εισοδημάτων», επισημαίνει ο Μ. Γραμματικόπουλος.
Μια εποχή γεμάτη ρίσκα...
Σύμφωνα με τη Moody's Analytics, η ελληνική οικονομία καθίστανται ευάλωτη στην αστάθεια των παγκόσμιων αγορών. Τα υψηλά επίπεδα γεωπολιτικών αναταραχών προκαλούν σημαντική αβεβαιότητα (πόλεμος στην Ουκρανία, εντάσεις στη Μέση Ανατολή, τριβές Κίνας - Ταϊβάν, απειλή ενός εμπορικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας και πολιτική αστάθεια σε Γερμανία και Γαλλία). Μετά την επανεκλογή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η Moody's Analytics αναμένει ότι ο πραγματικός δασμολογικός συντελεστής των ΗΠΑ στην ΕΕ θα αυξηθεί κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Η ΕΕ πιθανότατα θα ανταποδώσει με παρόμοιους δασμούς, αλλά θα αποκλείσει τις εισαγωγές ενέργειας.
Ούσα μια οικονομία βασισμένη στον καταναλωτή που εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο, μια έξαρση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε εύκολα να εκτροχιάσει την οικονομική επέκταση. Η Moody's Analytics μείωνει τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη της Ελλάδα στο 2,2% (από 2,3%) για το 2025 και στο 1,6% (από 2%) το 2026. Τα αντίποινα από την ΕΕ θα μπορούσαν επίσης να ασκήσουν ανοδική πίεση στον πληθωρισμό (η Eurostat αναφέρει ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα κινείται περίπου στο 3% από τον Ιούλιο, υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, ήτοι στο 2,8% το 2025, ασκώντας πρόσθετη πίεση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Επιπλέον, η θέση και το κλίμα της Ελλάδας καθιστούν τη χώρα πιο ευάλωτη στην κλιματική αλλαγή από άλλα μέρη της Ευρώπης. Ο αυξανόμενος κίνδυνος ξηρασίας και πυρκαγιών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μετανάστευση, προβλήματα υγείας και πιέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες. Η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τον τουρισμό αποτελεί πρόσθετη απειλή, καθώς η υπερβολική ζέστη και οι παράκτιες πλημμύρες θα μπορούσαν να μειώσουν τον αριθμό των επισκεπτών.