Η πολυδιαφημιζόμενη συνάντηση μεταξύ των ηγετών των ΗΠΑ και της Β. Κορέας Ντόναλντ Τραμπ και Κιμ Γιονγκ Ουν που πραγματοποιήθηκε στη Σιγκαπούρη στις 12 Ιουνίου χαρακτηρίστηκε από την μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ ως ιστορική. Πράγματι η συνάντηση ήταν ιστορική αν λάβουμε υπόψη μας ότι ήταν η πρώτη φορά που συναντήθηκαν οι ηγέτες δύο κρατών που τεχνικά βρίσκονται ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση. Ήταν όμως ιστορικής σημασίας και η «συμφωνία» που υπέγραψαν όπως κάποιοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν; Μάλλον όχι κατά την εκτίμηση του γράφοντος και αυτό γιατί καταρχήν δεν επρόκειτο για συμφωνία αλλά για υπογραφή ενός κοινού ανακοινωθέντος που είχε τα χαρακτηριστικά μίας δήλωσης προθέσεων από τις δύο πλευρές. Βέβαια το ότι το αποτέλεσμα της συνάντησης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορικό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν θετικό με την έννοια ότι οι ηγέτες δύο χωρών που βρίσκονταν στα πρόθυρα πολεμικής (ενδεχομένως και πυρηνικής) σύρραξης μέχρι και πριν από λίγους μήνες κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και συζήτησαν πολιτισμένα για την προοπτική ειρήνευσης στην Κορεατική χερσόνησο.
Ας δούμε όμως τα σημαντικότερα σημεία του κοινού ανακοινωθέντος:
1) Οι ΗΠΑ και η Β. Κορέα δεσμεύονται να βελτιώσουν τις σχέσεις τους σύμφωνα με τις επιθυμίες των δύο λαών για ειρήνη και ευημερία,
2) Οι ΗΠΑ και η Β. Κορέα θα εργαστούν από κοινού για την οικοδόμηση μίας σταθερής και βιώσιμης ειρήνης στη Κορεατική χερσόνησο,
3) Οι ΗΠΑ και η Β. Κορέα επανεπιβεβαιώνουν ότι σύμφωνα με την διακήρυξη του Panmunjom της 27ης Απριλίου 2018 (συνάντηση ηγετών Βορείου και Νοτίου Κορέας στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη) η Β. Κορέα δεσμεύεται να εργαστεί προς την κατεύθυνση της πλήρους αποπυρηνικοποίησης της Κορεατικής χερσονήσου και
4) οι ΗΠΑ και η Β.Κορέα δεσμεύονται να αποδοθούν τα λείψανα των αιχμαλώτων και αγνοουμένων πολέμου και την άμεση επιστροφή όσων έχουν ήδη ταυτοποιηθεί (σ.σ. αφορά κυρίως τους Αμερικανούς αιχμαλώτους και αγνοούμενους του Πολέμου της Κορέας την περίοδο 1950-1953).
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος αποτελεί μία δήλωση προθέσεων και όχι ένα περιεκτικό κείμενο που θέτει απτές δεσμεύσεις και χρονοδιαγράμματα για τα δύο μέρη. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι σε επίπεδο εντυπώσεων ο διπλωματικός νικητής (στα σημεία) της ιστορικής συνάντησης ήταν μάλλον ο Βορειοκορεάτης ηγέτης Κιμ Γιονγκ Ουν και όχι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Και αυτό γιατί από το κείμενο του κοινού ανακοινωθέντος απουσιάζει πλήρως η απαίτηση των ΗΠΑ για πλήρη, επαληθεύσιμη και μη αναστρέψιμη αποπυρηνικοποίηση της Β. Κορέας, ενώ μονομερώς ο Πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα σταματήσουν οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις ΗΠΑ-Ν. Κορέας.
Όλα αυτά βέβαια όπως προαναφέρθηκε αφορούν μόνο τις επικοινωνιακές εντυπώσεις. Επί της ουσίας, όπως ανέλυσε ο γράφων σε προηγούμενο άρθρο του η διαδικασία για την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της Β.Κορέας και την εξομάλυνση των σχέσεων της με τις ΗΠΑ είναι πολύ σύνθετη και αμφίβολη ως προς το τελικό της αποτέλεσμα. Ο λόγος είναι ότι τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή της Βορειοανατολικής Ασίας (τους) υπαγορεύουν να συνεχίσουν να έχουν στρατιωτική παρουσία στη Ν. Κορέα (το μαλακό υπογάστριο της Κίνας) χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την πυρηνική απειλή της Β. Κορέας προκειμένου να επιτύχουν την ανάσχεση της επιρροής τόσο της Κίνας όσο και της Ρωσίας σε αυτή τη σημαντική περιοχή της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκακιέρας. Όσο τα Αμερικανικά στρατεύματα συνεχίζουν να σταθμεύουν στη Ν. Κορέα, η Β. Κορέα με την παρασκηνιακή υποστήριξη της Κίνας δεν πρόκειται να προχωρήσει σε πλήρη αποπυρηνικοποίηση. Επομένως η ιστορική συνάντηση Τραμπ-Κιμ στη Σιγκαπούρη είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα αποτελέσει την απαρχή μίας διαδικασίας που θα οδηγήσει στην πλήρη αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής χερσονήσου. Εκτός και εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τη Ν. Κορέα με αντάλλαγμα την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της Β. Κορέας. Με τα σημερινά δεδομένα όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο φαντάζει μάλλον απίθανο γιατί οι ΗΠΑ θέτουν ως προαπαιτούμενο την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της Β. Κορέας και αφού διασφαλιστεί αυτή θα προχωρήσουν σε άρση των οικονομικών τους κυρώσεων ενώ δεν είναι διατεθειμένες να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τη Ν. Κορέα.