Μπροστά σε απότομες και οξείες χρηματιστηριακές αναταράξεις, όπως η πρόσφατη, όποιος θέλει να βοηθήσει στην κατανόηση των καταστάσεων έχει, κατά τη γνώμη μου, δύο βασικά καθήκοντα έναντι του εαυτού του και αυτών στους οποίους απευθύνεται: καθαρότητας και ψυχραιμίας.
Καθαρότητα σημαίνει ότι δεν μπορεί το Χρηματιστήριο να θεωρείται «καθρέφτης» μιας οικονομίας μόνο όταν η εικόνα που αντανακλά είναι θετική και, όταν αυτό δεν συμβαίνει, να λέγεται ότι οι αντιδράσεις των αγορών είναι «υπερβολικές» ή «κερδοσκοπικές». Ούτε όμως, από την άλλη, είναι ορθό να προσλαμβάνεται η εντύπωση των αγορών, και σε καλούς και σε κακούς καιρούς, ως θέσφατο ή ως επιστημονική-ορθολογική προσέγγιση. Οι αγορές έχουν αγελαία χαρακτηριστικά –ακολουθούν το ρεύμα ή και μόνον όποιον νομίζουν ότι δημιουργεί το ρεύμα-, μπορούν να διαστρέψουν πραγματικά στοιχεία μιας οικονομίας –όπως θα δούμε ότι συμβαίνει σε σχέση με τις τράπεζες στην προκείμενη περίπτωση-, αλλά και αποκαλύπτουν πράγματα. Με πρώτο το πώς βλέπουν μια οικονομία εκείνοι που συμμετέχουν σε αυτήν για να προσποριστούν κέρδος, άρα, κατά τεκμήριο, την βλέπουν αντικειμενικά.
Η ψυχραιμία οριοθετείται από τη γνώση ότι, σε αυτόν ειδικά το χώρο, όλα ρέουν και αλλάζουν γρήγορα, ότι κάθε καθοδική κίνηση ακολουθείται, ή μπορεί να ακολουθηθεί, από μια ανοδική (κάτι που ήδη, ευτυχώς, συνέβη) και ότι μεγαλύτερη σημασία από τα νούμερα –πόσες μονάδες και πόσο τοις εκατό πτώση, πόσα χρήματα «χάθηκαν»- έχουν τα μηνύματα που λαμβάνονταικαι τα μηνύματα που δίδονται. Κατά τη διάρκεια των αναταράξεων, αλλά κυρίως αφού αυτές καταλαγιάσουν.
Τη μακρά αυτή εισαγωγή θεώρησα αναγκαία ώστε να μπορέσω να πω ότι το πρόσφατο μίνι κραχ δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να το συνδέσουμε τόσο με τις εταιρίες εκείνες που δέχθηκαν τη μεγαλύτερη πίεση, δηλαδή με τις τράπεζες, όσο με τις «μετα-μνημονιακές» προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όπως αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται στις διεθνείς αγορές με βάση μια σειρά από κινήσεις και σημάδια που στέλνει η ίδια η ελληνική οικονομία. Συνοψίζω τα κατά τη γνώμη μου σημαντικότερα.
Πρώτον, και στην οικονομία, όπως έγινε κατεξοχήν και στο πολιτικό πεδίο σε όλη τη θητεία της παρούσας κυβέρνησης, το «αφήγημα» υπερισχύει των πράξεων και αποφάσεων. Καταναλώσαμε, ως σύστημα, χρόνο, φαιά ουσία και διαπραγματευτική δυναμική συζητώντας για μιαν –εξαρχής θεωρητική- «καθαρή έξοδο» και μόλις –θεωρητικά πάντα- την πετύχαμε, ενεργούμε λες και η έξοδος αυτή θα φέρει από μόνη της ανάπτυξη. Χωρίς σχέδιο και προσπάθεια ούτε για επενδύσεις, ούτε για αντιστάθμιση της συνεχιζόμενης δυσκολίας των τραπεζών να αιμοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, ούτε για δημιουργία παραγωγικού ιστού, θέσεων εργασίας και αλλαγής ψυχολογίας.Μετά την έξοδο και με προάγγελο, δυστυχώς, το ενδοστρεφές και κομματικό «διάγγελμα της Ιθάκης» (τη λογική του οποίου κατέστη προφανές ότι δεν συμμερίζεται, αλλά και δεν μπορεί να ανατρέψει, ο Υπουργός Οικονομικών), όλο το βάρος της κυβερνητικής προσπάθειας έπεσε στην προσωρινή μη περικοπή των συντάξεων. Μόνο, καλοδεχούμενο αλλά ανεπαρκές, μέτρο που λήφθηκε προς την κατεύθυνση της «κανονικότητας» ήταν η περαιτέρω ελάφρυνση των κεφαλαιακών περιορισμών (capitalcontrols). Οι αγορές όχι μόνο δεν βλέπουν πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την ανάπτυξη αλλά παρατηρούν ότι η ανάπτυξη σχεδόν εξαφανίστηκε από το πολιτικό και οικονομικό προσκήνιο –σα να μην έχει σημασία ή σα να την πετύχαμε ήδη.
Οι αγορές δεν βλέπουν επίσης ούτε οργανωμένο σχέδιο προσέγγισης των ίδιων των αγορών. Η εικόνα που υπερισχύει, με δική μας ευθύνη, είναι ότι, σχεδόν κυριολεκτικά, η ελληνική οικονομία έβαλε κάτω από το κεφάλι της το μαξιλάρι ασφαλείας που δημιουργήθηκε μετά το τυπικό τέλος των Μνημονίωνκαι περιμένει νωχελικά τις αγορές να της χτυπήσουν την πόρτα και να τη σηκώσουν από το κρεβάτι. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Αντίθετα, όσο οι αγορές αντιλαμβάνονται ότι το «μαξιλάρι» οδηγεί σε εφησυχασμό, όσο ακούνε –ακόμα και πρόσφατα, ακόμα και σε σχέση με πιθανά προβλήματα των τραπεζών- τη φράση «δεν πειράζει, μπορούμε να κάνουμε υπομονή, υπάρχει το μαξιλάρι», τόσο το εκλαμβάνουν ως απομάκρυνση από την κανονικότητα, από την αναπτυξιακή προσπάθεια κι από την ουσιαστική ανάκαμψη. Και μας το λένε, με τον τρόπο τους.
Ειδικά για τις ίδιες τις τράπεζες, το κρίσιμο δεν είναι τόσο, πιστεύω, τα δύο μεγάλα και πάγια προβλήματά τους –τα κόκκινα δάνεια και η ανεπάρκεια μιας ισχνής κερδοφορίαςπου πηγαίνει όλη σε κλείσιμο τρυπών και όχι σε χορηγήσεις. Αυτό που τρομάζει είναι η έλλειψη ικανοποιητικής προόδου και στα δύο αυτά μέτωπα. Το ειρωνικό, και άδικο, είναι ότι δεν ευθύνονται τόσο οι ίδιες οι τράπεζες αλλά η γενικότερη αντι-αναπτυξιακή στάση της κυβέρνησης και η οπισθοδρομική πορεία της οικονομίας, την οποία επιδεινώνουν, αναπότρεπτα αλλά σχεδόν ερήμην τους, οι δυσκολίες των τραπεζών. Καταθέσεις επιστρέφουν, η εταιρική διακυβέρνηση βελτιώθηκε, συμφωνίες για το χειρισμό των κόκκινων δανείων προχωρούν αλλά η ξηρασία της οικονομίας πλήττει τις τράπεζες περισσότερο από όσο η ξηρασία των τραπεζών την οικονομία.
Κρίσιμη συμβολική σημασία έχει και η εικόνα θεσμικής αποσύνθεσης που παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό το ελληνικό Χρηματιστήριο, με απόγειο τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση-σκάνδαλο της FolliFollie. Σα να μην ενδιαφέρεται ή να αδιαφορεί η ελληνική Πολιτεία, σαν να μην υπάρχει ή να μη μπορεί να κάνει τίποτα ο επόπτης. Πώς να εμπιστευθούν οι επενδυτές το ελληνικό Χρηματιστήριο όταν αποκαλύπτονται τέτοια φαινόμενα παραβίασης της νομιμότητας αλλά και τέτοια αδυναμία των αρμόδιων αρχών να την επαναφέρουν; Οι αγορές μετρούν πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε και τα θέματα εταιρικής διακυβέρνησης των εισηγμένων εταιριών και την ύπαρξη αποτελεσματικών ελέγχων και κινήσεων από τις εποπτικές αρχές και την παροχή από την κυβέρνηση ανεξαρτησίας και μέσων στις αρχές αυτές. Όλα στοιχεία που μοιάζουν να λείπουν στην παρούσα φάση, με μεγάλη επίπτωση στην αξιοπιστία της ελληνικής αγοράς κεφαλαίων και της ελληνικής οικονομίας. Ένα δεν λείπει –που το άκουσα όμως να λέγεται ως δικαιολογία των αδικαιολόγητων: επαρκές νομικό πλαίσιο και οπλοστάσιο, επαρκής στήριξη από τη διεθνή εποπτική κοινότητα, εάν ξέραμε πώς να την προσεγγίσουμε.
Αφήνω τελευταίο το ζήτημα της πολιτικής αστάθειας, για το οποίο και θα πω τα λιγότερα, αφού πολλοί γνωρίζουν, ή θεωρούν ότι γνωρίζουν, περισσότερα. Όμως δεν είναι χωρίς συνέπεια ότι η ίδια αυτή διεθνής κοινότητα που έσπευσε να μας συγχαρεί ανακουφισμένη με το τέλος των Μνημονίων, και οι ίδιες αυτές αγορές στις οποίες αναγκαστικά θα στραφούμε μετά το τέλος των Μνημονίων, βλέπουν μια κυβέρνηση διασπασμένη στο εσωτερικό της, την έλλειψη συναίνεσης ακόμα και στα πολύ βασικά να διογκώνεται, τους εγχώριους θεσμούς να αγκομαχούν και τους διεθνείς να αδιαφορούν. Περί άλλων τυρβάζοντες, επιρρεπείς στα πλήγματα μιας συγκυρίας που γίνεται όλο και πιο κοντινή κι όλο και πιο δύσκολη (Τουρκία, Ιταλία), ανοχύρωτοι αλλά και ανεπίγνωστοι, υποστηρικτές, στα λόγια, μιας κοινωνίας από την οποία αφαιρούνται όλα τα θεμέλια (τα οικονομικά μέσα, ο κοινός στόχος), έτσι πορευόμαστε στη συνάντηση με τις αγορές και με την πραγματικότητα. Ας μην μας κάνει τουλάχιστον εντύπωση που η δεύτερη στρέφει τις πρώτες εναντίον μας.