Ένα γνωστό απόφθεγμα προτρέπει να «μην αφήνεις την αλήθεια να σου χαλάσει μία ωραία ιστορία». Στην κυβέρνηση το ακολουθούν κατά γράμμα. Εξάλλου όταν δεν μας βολεύει η πραγματικότητα , τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Το κυβερνητικό αφήγημα κάνει λόγο για επιστροφή στην ανάπτυξη. Μόνο που στην ανάπτυξη είχαμε επιστρέψει από το 2014, όπου η χρονιά έκλεισε με 0,7% θετικό πρόσημο μετά από εφτά χρόνια ύφεσης. Και το 2017 η κυβέρνηση πανηγύριζε γίατί επιστρέψαμε σε οριακή ανάπτυξη από την αχρείαστη ύφεση της διετίας 2015-2016 που φέρνει ακέραια την ευθύνη. Την τριετία 2015-2017 η χώρα μας αναπτύχθηκε με 0,8% όταν η υπόλοιπη Ευρώπη αναπτύχθηκε με 7%.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την συμφωνία για το χρέος, για την επιμήκυνση στην ουσία της αποπληρωμής του κατά δέκα χρόνια με ευνοϊκά επιτόκια. Μόνο που αυτή η εξέλιξη ήταν η ουρά της συμφωνίας του PSI που τόσο είχε δαιμονοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση και υπερασπίζεται σήμερα ως κυβέρνηση.
Με μία ουσιαστική διαφορά: με την συμφωνία της προηγούμενης κυβέρνησης είχε επιτευχθεί και ονομαστική μείωση του χρέους κατά 100 δις ευρώ. Την τότε συμφωνία ο κ. Τσίπρας την είχε χαρακτηρίσει ως «θηλειά» στην ελληνική οικονομία. Για να έρθει σήμερα και να πανηγυρίζει για αυτά που άλλοι συμφώνησαν και που με δική του ευθύνη δεν εφαρμόσθηκαν τρία χρόνια νωρίτερα.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι η έξοδος από τα Μνημόνια. Μόνο που ο «κυβερνητικός θρίαμβος» αφορά την έξοδο από το τρίτο αχρείαστο Μνημόνιο αποτέλεσμα της περήφανης διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου Τσίπρα-Βαρουφάκη. Και η έξοδος αυτή συνοδεύεται από υποχρεώσεις για νέα μέτρα και περικοπές μέχρι το 2022, υψηλά πλεονάσματα μέχρι το 2060, χωρίς καμία υποχρέωση από την πλευρά των δανειστών. Από το τρίτο Μνημόνιο με λεφτά περάσαμε στο τέταρτο Μνημόνιο χωρίς λεφτά. Ξεχνάνε βέβαια ότι έξοδο από τα μνημόνια έχουν οι δανειστές, διότι τελείωσε η υποχρέωσή τους να δανείζουν την Ελλάδα με φθηνό χρήμα.
Η πραγματική οικονομία δίνει την δική της απάντηση στις κυβερνητικούς πανηγυρισμούς. Οι τράπεζες είναι ουσία βρύσες χωρίς νερό, καθώς οι καταθέσεις υπολείπονται των δανείων κατά 55 δις ευρώ περίπου, με το ευρωσύστημα να στηρίζει την διαφορά. Με την ιδιωτική αποταμίευση ανύπαρκτη και τα κόκκινα δάνεια να αυξάνονται, το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τις υγιείς επιχειρήσεις, πόσο μάλλον να στηρίξει νέα επιχειρηματικά σχέδια. Η μεγαλύτερη επιχείρηση του τόπου, η ΔΕΗ, αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεοκοπίας με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομία και την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Η πολιτική αβεβαιότητα και η αδυναμία της κυβέρνησης να «υιοθετήσει» πολιτικά μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, έχουν τεράστιο κόστος: χαμηλές επιδόσεις στον τομέα των ξένων επενδύσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, αύξηση του επιχειρηματικού ρίσκου, αδυναμία της χώρας να βγει στις αγορές και να επιτύχει μακροπρόθεσμα σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή η μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων καταδεικνύουν περίτρανα ότι το σύστημα έχει φτάσει στα όριά του.
«Τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα» είχε πει ο Μιτεράν, θέλοντας να αναδείξει ότι η πραγματικότητα εκδικείται όσους την αγνοούν. Η κυβέρνηση επιμένει να ζει στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας μετακυλίοντας το κόστος στους πολίτες, κυρίως όμως στους πιο αδύναμους. Βυθίζει έτσι τη χώρα στο τέλμα και στην στασιμότητα, υπονομεύοντας την επόμενη κυβέρνηση και τις προοπτικές της χώρας.