Με νέες προκλήσεις και εμπόδια έρχεται αντιμέτωπη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Γερμανίας που «τίναξε» στον αέρα έναν σημαντικό πυλώνα του στρατηγείου της Φρανκφούρτης όπως είναι το πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα, PSPP.
Το Δικαστήριο που εδρεύει στην Καρλσρούη της Γερμανίας έκρινε πως το πρόγραμμα που έχει τεθεί σε ισχύ ήδη από το 2015 επί προεδρίας Μάριο Ντράγκι δεν υποστηρίζεται από τις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο το Δικαστήριο δεν έμεινε εκεί, καθώς έδωσε 3 μήνες προθεσμία στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ώστε να αποδείξει πως οι αγορές αυτές είναι απαραίτητες και αναγκαίες. Αν δεν υπάρξει διόρθωση στο πρόγραμμα, τότε η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) δεν θα μπορεί πλέον να συμμετέχει στο PSPP, ξεφορτώνοντας τα ομόλογα που διακρατεί στο χαρτοφυλάκιό της «σε μια πιθανώς μακροπρόθεσμη, στρατηγική, συντονισμένη με την υπόλοιπη Ευρωζώνη» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Ευθεία υπονόμευση
Σε πρώτη φάση το Δικαστήριο δεν επέβαλε περιορισμούς στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP των 750 δισ. ευρώ, αλλά μέσω της απόφασής του για το PSPP οριοθέτησε μέχρι που μπορεί να κινηθεί η ΕΚΤ το επόμενο διάστημα και στα υπόλοιπα προγράμματα. Το ζήτημα που έγκειται αφορά παράλληλα στα όρια διακράτησης χρέους και στην ευελιξία που επιδεικνύει η ΕΚΤ για να υποστηρίξει τις οικονομίες που πλήττονται περισσότερο από τον κορονοϊό. Έμμεσα η Γερμανία δεν βλέπει να επωφελείται από τα προγράμματα αγοράς ομολόγων της Φρανκφούρτης και με τον δικό της τρόπο πιέζει προς την κατεύθυνση για τον περιορισμό όλων αυτών. Το πλήγμα ωστόσο για ΕΚΤ είναι ακόμα μεγαλύτερο καθώς το Δικαστήριο της Καρλσρούη υπονόμευσε ευθέως την ανεξαρτησία της, καλώντας τη γερμανική κυβέρνηση να θέσει όρια στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική. Η κίνηση του Γερμανικού Δικαστηρίου θα μπορούσε να ανοίξει τον Ασκό του Αιόλου και για άλλα εθνικά δικαστήρια που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τόσο τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και τις ενέργειες της ΕΚΤ.
Παράλληλα δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα Γερμανικό Δικαστήριο να θέλει να επιβάλει όρια σε όλα τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ, ώστε να κλείσει κάθε δίοδο «παραβίασης» της θεσμικότητας της τράπεζας. Να υπενθυμίσουμε πως στον άμεσο σχεδιασμό της είναι η αύξηση κατά 600 δισ. ευρώ στα προγράμματα αγοράς ομολόγων, καθώς το 60% περίπου του PEPP, επαφίεται στο δημόσιο χρέος των κρατών μελών και με τον τρέχοντα ρυθμό, που αγγίζει τα 5 δισ. ευρώ ημερησίως μόνο για αυτό το πρόγραμμα, θα υπάρξει εξάντληση έως τον Οκτώβριο. Παράλληλα, οι αγορές ανησυχούν πως τα όρια που έβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο, θα περιορίσουν δραστικά την εργαλειοθήκη και το πλάνο της ΕΚΤ σε ότι αφορά τα junk bonds που δεν θα μπορούν να συμπεριληφθούν στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων.
Κλειδί ο ρόλος του Γερμανού Κεντρικού Τραπεζίτη
Το «γεράκι» της ΕΚΤ Γιένς Βάιντμαν ήταν όλα αυτά τα χρόνια «αγκάθι» στο πλευρό του Μάριο Ντράγκι, δηλώνοντας πολλάκις την αντίθεσή του στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, QE. Ωστόσο το τελευταίο διάστημα λόγω των έκτακτων περιστάσεων φαίνεται πως έχει αναθεωρήσει κομμάτι της πολιτικής του καθώς δεν απέκλεισε την αύξηση του προγράμματος PEPP.
Ο Βάντμαν μετά την απόφαση του δικαστηρίου, δήλωσε ότι θα στηρίξει τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε δικαιολογήσει τις μαζικές αγορές ομολόγων της και να κερδίσει την υποστήριξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Γερμανίας.
Συγκεκριμένα σε δήλωση του αναφέρει πως «το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο επισημαίνει σημαντικά χαρακτηριστικά του προγράμματος PSPP τα οποία, συνολικά, διασφαλίζουν επαρκές περιθώριο ασφαλείας. Με σεβασμό στην ανεξαρτησία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, θα υποστηρίξω τις προσπάθειες για την εκπλήρωση αυτής της απαίτησης».
Έτσι ο Βάιντμαν φαίνεται πως δεν επιθυμεί εν μέρει να δυσκολέψει το έργο της Κριστίν Λαγκάρντ, μένοντας κάπου στη μέση μιας βαθιά χαραγμένης γραμμής μεταξύ Βερολίνου και ΕΚΤ. Η θέση του μπορεί να αποφορτίζει την αντιπαράθεση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ γερμανικής Δικαιοσύνης και Κεντρικής Τράπεζας αλλά ακόμα παραμένει προβληματική, ίσως όχι τόσο όσο επί προεδρίας Ντράγκι. Το Βερολίνο θα πρέπει να επανεξετάσει τις θέσεις του, καθώς για την ώρα έχει κλείσει όλες τις πόρτες στις κεντρικές πρωτουβουλίες των οργάνων της ΕΕ (έκδοση ευρωομολόγου, περιορισμοί στην ΕΚΤ από πλευράς γερμανικής Δικαιοσύνης) χωρίς να έχει Plan B, λίγα 24ώρα μάλιστα πριν το κρίσιμο Eurogroup που θα δώσει το στίγμα του για το Recovery Fund.