Βελτίωση της ποιότητας των θεσμών και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, υλοποίηση αξιόπιστων μεταρρυθμίσεων και εμμονή σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πορεία, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, μιλώντας σήμερα σε συνέδριο του Economist στο Λαγονήσι.
Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία ο Κλάους Ρέγκλινγκ σημείωσε πως η πανδημία του κορονοϊού άσκησε «επιπρόσθετη και απροσδόκητη πίεση» στον ελληνικό λαό την οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της χώρας.
«Η ελληνική οικονομία επηρεάζεται ιδιαίτερα από την πανδημία λόγω του μεγάλου τομέα των υπηρεσιών που διαθέτει, ιδίως του τουρισμού, και του μεγάλου μεριδίου των μικρών και μεσαίων εταιρειών. Η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να συγκρατήσει την εξάπλωση του ιού και κινητοποίησε ένα μεγάλο σύνολο μέτρων στήριξης για να μετριάσει την επιβάρυνση του πληθυσμού της και των επιχειρήσεων. Η δημοσιονομική ευελιξία που προσέφεραν οι κανόνες της ΕΕ βοήθησαν επίσης», είπε ο επικεφαλής του ESM.
Στο σημείο αυτό υπογράμμισε πως για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να αυξηθεί η οικονομική ευημερία των Ελλήνων πολιτών, είναι ζωτικής σημασίας να τεθεί η οικονομία σε μια πιο μακροπρόθεσμη πορεία ανάπτυξης, διατηρώντας παράλληλα μια συνετή δημοσιονομική θέση.
«Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να επικεντρωθούν σε διαρθρωτικές πρωτοβουλίες φιλικές προς την ανάπτυξη με ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει κυρίως να στοχεύουν στην ενίσχυση του μακροπρόθεσμου δυναμικού της χώρας αντί να εστιάζουν στα βραχυπρόθεσμα οφέλη», είπε με νόημα. Συμπλήρωσε δε πως θα πρέπει να δοθούν κίνητρά στις εγχώριες και ξένες επενδύσεις, μέσω περισσότερων δημόσιων επενδύσεων.
«Μια αξιόπιστη ατζέντα μεταρρυθμίσεων και μια συνετή δημοσιονομική πορεία, είναι σημαντικές προϋποθέσεις για την υποστήριξη της εξόδου της χώρας από την ύφεση και τη διατήρηση της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα», σημείωσέ με έμφαση ο Κλάους Ρέγκλινγκ.
Ο επικεφαλής του ESM τόνισε πως σήμερα βιώνουμε τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων 100 ετών και εκτίμησε πως οι οικονομικές επιδόσεις της ζώνης του ευρώ δεν θα επιστρέψουν στα επίπεδα που ήταν πριν από την κρίση, νωρίτερα από το 2022.
Κάνοντας μια μικρή αναδρομή είπε πως μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου 2020 η ευρωπαϊκή οικονομία υπέστη μια βίαιη κατάρρευση και πως αν και είδαμε σαφή σημάδια ανάκαμψης από τον Μάιο και μετά, η ανάκαμψη αυτή έχασε δυναμική τον Αύγουστο, καθώς η αβεβαιότητα για ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας αυξήθηκε σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Αναφορικά με τα δημόσια μέτρα στήριξης κατά της πανδημίας και της ύφεσης που αυτή προκαλεί είπε πως κατά μέσον όρο ανέρχονται περίπου στο 5% του ΑΕΠ των κρατών μελών της ευρωζώνης, κάτι που συνακόλουθα επιδρά στα δημοσιονομικά μεγέθη.
«Κατά συνέπεια, το μέσω έλλειμμα των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ εκτιμάται ότι θα φθάσει περίπου το 10% του ΑΕΠ φέτος και περίπου το 5% το επόμενο έτος , αλλά αυτό φυσικά εξαρτάται από την πρόοδο της πανδημίας και τη δύναμη της οικονομικής ανάκαμψης», είπε.