Πρωτόγνωρα μεγάλες ανάγκες για κρατικές δαπάνες άνω του «ορίου» των 100 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω των μέτρων στήριξης της ελληνικής οικονομίας που θα υπάρχουν και το 2021, εκτιμά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην νέα του έκθεση Fiscal Monitor που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου με την Παγκόσμια Τράπεζα. Αναμένει, μάλιστα, πως φέτος οι ανάγκες για δαπάνες θα είναι μεγαλύτερες από το 2020.
Βλέπει υψηλά ελλείμματα και φέτος και εκτιμά ότι η χώρα θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2022 αλλά χαμηλότερα: το πολύ στο 1,5% του ΑΕΠ το 2026. Αλλά τα κατατάσσει ως τα τρίτα πιο υψηλά ανά την Ευρωζώνη.
Εισφορά covid - φορολογική μεταρρύθμιση
Το Ταμείο προβαίνει και σε συστάσεις - οριζόντιες για όλα τα κράτη - οι οποίες περιλαμβάνουν και μία νέα έκτακτη «εισφορά» Covid που ζητά να πληρώσουν οι πιο πλούσιοι, αλλά και σε παρεμβάσεις στη δομή της φορολογίας όταν τελειώσει η πανδημία.
Αναλυτικά, το ΔΝΤ αναφέρει πως για να στηριχθεί η κάλυψη των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με πανδημία, «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να εξετάσουν μια προσωρινή συνεισφορά ανάκαμψης COVID-19, που θα επιβάλλεται σε υψηλά εισοδήματα ή στον πλούτο».
Μάλιστα, αναφέρεται πως πρέπει να γίνει, μετά την πανδημία, ένα ακόμη βήμα αλλαγής του φορολογικού πλαισίου. «Για τη συγκέντρωση των πόρων που απαιτούνται για τη βελτίωση της πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες, για την ενίσχυση του διχτυού ασφάλειας και για την ενίσχυση των προσπαθειών επίτευξης των στόχων αειφόρου ανάπτυξης, απαιτούνται εσωτερικές και διεθνείς φορολογικές μεταρρυθμίσεις, όταν η ανάκαμψη θα επιταχύνεται» επισημαίνεται.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρεί αναγκαία την παροχή στήριξης στις οικονομίες ανά τον κόσμο έως ότου ολοκληρωθεί η πανδημία. Εκτιμά ότι πρέπει οι κυβερνήσεις να επικεντρώσουν η προσπάθειά τους σε δύο πεδία:
*Στη στήριξη κοινωνικά ευάλωτων νοικοκυριών καθώς ήταν αυτά που δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα λόγω της πανδημίας αλλά και
* Στη στήριξη βιώσιμων επιχειρήσεων καθώς, αν η πανδημία επιμείνει, ένα κύμα πτωχεύσεων μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγάλη ζημιά αλλά, από την άλλη πλευρά, όπως επισημαίνει αν στηριχθούν οριζόντια όλες οι επιχειρήσεις (ανεξάρτητα από το αν είναι βιώσιμες ή όχι), τότε θα δεχθεί μεγάλη επιβάρυνση το τραπεζικό σύστημα.
Οι επιδόσεις της Ελλάδας
Τα στοιχεία για την Ελλάδα που περιλαμβάνονται στην έκθεση του ΔΝΤ δείχνουν πως οι ανάγκες για μέτρα στήριξης θα είναι πολύ μεγάλες και φέτος (σε συνδυασμό με άλλες δαπάνες όπως είναι οι επενδυτικές). Αναμένεται μία έκρηξη δαπανών πάνω από τα 100 δισ. ευρώ το 2021 ή στο 59,1% του ΑΕΠ, επίπεδα πρωτόγνωρα υψηλά για τα δεδομένα των τελευταίων ετών. Και τούτο έναντι δαπανών στο 58,2% του 2020 και 47,4% του ΑΕΠ το 2019.
Με βάση τα στοιχεία που δίνει το Ταμείο αποκλιμάκωση δαπανών καταγράφεται από το 2023 και μετά (στο 52% του ΑΕΠ). Το 2024 υπολογίζονται στο 50,9%, το 2025 στο 50% του ΑΕΠ και στο 48,7% του ΑΕΠ το 2026.
Στο πεδίο των εσόδων, παρ' όλη την κρίση, αναμένεται πως τα έσοδα θα αυξηθούν φέτος (σ.σ. λόγω της επιστροφής σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης). Υπολογίζονται στο 50,3% του ΑΕΠ, έναντι 48,3% του ΕΠ το 2020 και αναμένεται πώς θα διαμορφωθούν στα επίπεδα του 50,2% το 2022, στο 50% του ΑΕΠ το 2023, στο 49,9% του ΑΕΠ το 2024, στο 48,3% του ΑΕΠ το 2025 και στο 47,2% του ΑΕΠ το 2026.
Δηλαδή η δημοσιονομική προσαρμογή εκτιμάται ότι θα γίνει μέσα από τον «παρανομαστή», δηλαδή το ΑΕΠ το οποίο με βάση τη χθεσινή έκθεση του Ταμείου που δόθηκε στη δημοσιότητα, θα αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι μέχρι σήμερα υπολογιζόταν από το - συντηρητικό – ΔΝΤ. Επίσης η προσαρμογή θα έρθει και μέσα από τη σταδιακή συγκράτηση δαπανών, τη στιγμή που οι φόροι (με δεδομένη την πρόθεση της κυβέρνησης να τους αποκλιμακώσει) θα περιορίζονται ως αναλογία του ΑΕΠ
Τα τρίτα πιο υψηλά πλεονάσματα στην Ελλάδα, μετά το 2023
Το ΔΝΤ υπολογίζει πρωτογενές έλλειμμα (σε όρους ενισχυμένης εποπτείας) στο 7% το 2020 και στο 6% του ΑΕΠ το 2021. Από το 2022 θα αρχίσει η Ελλάδα να «παράγει» πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 0,3% του ΑΕΠ τον πρώτο χρόνο που σταδιακά θα ενισχυθούν σε 1% του ΑΕΠ το 2023, σε 1,2% του ΑΕΠ το 2024, σε 1,3% του ΑΕΠ το 2025 και σε 1,5% του ΑΕΠ το 2026. Τα εν λόγω πλεονάσματα είναι μεν «μακριά» από το 2,2% του ΑΕΠ της προηγούμενης συμφωνίας. Ωστόσο, με βάση το ΔΝΤ είναι τα πιο υψηλά πανευρωπαϊκά μετά την Κύπρο και την Πορτογαλία. Ο μέσος όρος στην ευρωζώνη το 2026 είναι πρωτογενές έλλειμμα 0,6% αλλά με πολύ πιο χαμηλό χρέος στο 91,9% του τότε ΑΕΠ….
Όσον αφορά το ελληνικό χρέος, παραμένει το υψηλότερο διεθνώς (ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες) μετά την Ιαπωνία. Αναμένεται ότι θα αρχίσει η αποκλιμάκωσή του από φέτος: από το 213,1% του ΑΕΠ το 2020, στο 210,1% του ΑΕΠ φέτος. Θα υποχωρήσει στο 200,5% του ΑΕΠ το 2022 και κάτω από το ψυχολογικό όριο του 200% αναμένεται να υποχωρήσει από το 2023 και μετά, για να διαμορφωθεί στο 179,6% του ΑΕΠ του 2026 (δηλαδή στα επίπεδα τα οποία κατείχε το 2015).
Στις υποσημειώσεις της έκθεσης που ανακοίνωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν γίνεται σαφές το αν στην περίπτωση της Ελλάδος στις προβλέψεις του προσμετρούνται οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Ανάλογη αναφορά υπάρχει στην Ισπανία, στην Τσεχία και στην Ρουμανία. Για την Ελλάδα αναφέρεται στην υποσημείωση που την αφορά μόνο πως έχουν ληφθεί υπόψη τα στοιχεία εκτέλεσης Προϋπολογισμού.