Ο «οδικός χάρτης» για την ενεργειακή μετάβαση δεν είναι κοινό γις τις εθνικές πολιτικές ούτε η στροφή στις ΑΠΕ αποτελεί το μοναδικό πυλώνα της πράσινης ανάπτυξης. Το κατά πόσο η διεθνής κοινότητα είναι έτοιμη για μια οικονομία μηδενικού άνθρακα θα κριθεί από τις λεπτομέρειες αλλά και από επιλογές οι οποίες για κάποιους θεωρούνται «αουτσάιντερ».
Ενδεικτικά είναι τα ευρήματα από ένα κοινό ερευνητικό έργο που εκπόνησε η Smart Infrastructure της Siemens, το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Γερμανία) και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Ηνωμένο Βασίλειο) στο οποίο μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά στο grid edge - τη διασύνδεση μεταξύ ενεργειακής προσφοράς και ζήτησης. Πρόκειται για τεχνολογίες οι οποίες περιλαμβάνουν από ηλεκτρικά οχήματα έως αντλίες θερμότητας, ηλιακούς συλλέκτες και έξυπνους μετρητές έως εφαρμογές που επιτρέπουν τον απομακρυσμένο έλεγχο συσκευών.
Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο «όλα σε ένα» όσον αφορά στον ενεργειακό μετασχηματισμό. «Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν το ποιες λύσεις είναι κατάλληλες για μια περιοχή και πόσο έτοιμη είναι μια χώρα να τις αναπτύξει σε κλίμακα», δηλώνει ο Michael Weinhold, CTO της Siemens Smart Infrastructure.
Ποια είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ετοιμότητα
Η μελέτη εστιάζει στη Φινλανδία, τη Γερμανία, τη Σιγκαπούρη, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Καλιφόρνια (ΗΠΑ). Αυτές οι περιοχές επιλέχθηκαν επειδή ήταν στην πρώτη γραμμή στην ανάπτυξη και την υιοθέτηση σύγχρονων ενεργειακών τεχνολογιών στο παρελθόν. Η έρευνα διαπίστωσε ότι η Φινλανδία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ετοιμότητα, εν μέρει λόγω των σχεδίων της για μια ευέλικτη αγορά και την υψηλή τιμή του άνθρακα, ενώ η Καλιφόρνια έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη, εν μέρει λόγω της διείσδυσης των ηλιακών συλλεκτών. Από κοντά ακολουθούν η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ η Σιγκαπούρη, παρόλο που παρουσιάζει υψηλή ετοιμότητα για grid edge, έχει χαμηλότερη ανάγκη, εν μέρει λόγω των μέτριων φιλοδοξιών για την εισαγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μελλοντικό ενεργειακό της μείγμα.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Ανεξάρτητα από τα ευρήματα της μελέτης, το ενεργειακό τοπίο στην Ελλάδα μετασχηματίζεται με γοργούς ρυθμούς με «όχημα» το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο θέτει φιλόδοξους εθνικούς στόχους και προβλέπει υπερδιπλασιασμό του μεριδίου των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας από το 17% σήμερα στο 35% το 2030.
Για την επίτευξη του στόχου του 2030, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να υπερδιπλασιαστούν, από το 29% στο 61% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Προς αυτή την κατεύθυνση η ενεργειακή πολιτική και οι εταιρείες του κλάδου δρομολογούν μια γενναία στροφή στις ΑΠΕ ενώ απλοποιείται το θεσμικό πλαίσιο, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ενέργειας καθώς προωθείται ένα ολοκληρωμένο αδειοδοτικό, κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα επιτρέψει να προχωρήσουν projects αποθήκευσης ενέργειας, όπως είναι οι υβριδικοί σταθμοί αποθήκευσης ή η αντλησιοταμίευση.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά αναμένεται να προέλθει από την αιολική ενέργεια και ηλιακή ενέργεια, δεδομένης της ωριμότητας και της ανταγωνιστικότητας κόστους αυτών των τεχνολογιών.
Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς αιολικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί από 3,6 GW το 2020 σε 7 GW το 2030, που αντιστοιχεί σε ετήσια μέση αύξηση περίπου 310 MW. Συγκριτικά, η ετήσια αύξηση μεταξύ 2011 και 2020 ήταν περίπου 220 MW. Η εγκατάσταση της ηλιακής φωτοβολταϊκής χωρητικότητας αναμένεται να αυξηθεί από 3 GW σε 7,7 GW μεταξύ 2020 και 2030. Αυτό μεταφράζεται σε ετήσια μέση αύξηση περίπου 430 MW (η ετήσια αύξηση μεταξύ 2012 και 2020 ανήλθε σε 190 MW κατά μέσο όρο).
Στο «χορό» μπαίνουν και οι ζώνες απολιγνιτοποίησης
Πρόσφατα ψηφίστηκαν ειδικές διατάξεις για την υλοποίηση έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και ΣΗΘΥΑ στους «Πυρήνες» των Ζωνών Απολιγνιτοποίησης (δηλαδή στα λιγνιτικά πεδία και στις λιγνιτικές μονάδες). Αυτές προβλέπουν ότι άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας, έγκριση περιβαλλοντικών όρων και ότι άλλο απαιτείται για την ανάπτυξή τους, θα διεκπεραιώνονται κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα από τις αρμόδιες αρχές. Στο ίδιο πλαίσιο αναβαθμίζονται και τα δίκτυα με δομικές αλλαγές σε ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ και στρατηγικές οι οποίες προωθούν τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών μας, που είναι προνομιακά πεδία εγκατάστασης αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών.
Καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει το φυσικό αέριο
Το φυσικό αέριο δεν είναι «αουτσάιντερ». Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η τελική κατανάλωση ενέργειας από φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθεί το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020 κατά 56% στον οικιακό τομέα, κατά 31% στον τριτογενή τομέα και κατά 264% στον τομέα των μεταφορών.
Σειρά μεγάλων έργων όπως είναι οι αγωγοί φυσικού αερίου (TAP, IGB, East Med) και υποδομές LNG (Ρεβυθούσα, FSRU Αλεξανδρούπολης), θα συντελέσουν στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας καθώς προωθείται η πολλαπλότητα πηγών και η διαφοροποίηση των οδεύσεων.