Σε απόλυτο τέλμα έχουν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη ΔΕΗ και τη βιομηχανία για την υπογραφή των νέων συμβολαίων προμήθειας στην Υψηλή Τάση, για την επόμενη διετία. Έτσι, μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη πως θα μπορούσε καν να βρεθεί γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, όταν τυπικά λήγουν τα υφιστάμενα τιμολόγια, μετά τη δίμηνη παράταση που δόθηκε στο τέλος του 2020 από τη ΔΕΗ.
Στις έως τώρα επαφές, σύμφωνα με πληροφορίες η ΔΕΗ έχει προσέλθει με προτάσεις οι οποίες «μεταφράζονται» σε αυξήσεις των τιμολογίων κατά 20-40%, ανάλογα με το προφίλ κάθε βιομηχανικού καταναλωτή. Η ίδια υποστηρίζει ότι αιτία των αυξήσεων είναι η άνοδος των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά του ρεύματος, στις οποίες πρέπει να αναπροσαρμοστούν τα νέα τιμολόγια.
Από την άλλη πλευρά, οι προτάσεις της επιχείρησης απορρίπτονται από το σύνολο των πελατών της στην Υψηλή Τάση. Μάλιστα, πηγές της βιομηχανίας επισημαίνουν πως οι καινούριες συμβάσεις που μπαίνουν στο τραπέζι υπονομεύουν συλλήβδην τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής, ενώ σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους φτάνουν να απειλούν ακόμη και τη βιωσιμότητά τους.
Παρόλο που ανάλογη αντιπαράθεση έχει υπάρξει και σε παλαιότερες διαπραγματεύσεις για τα βιομηχανικά τιμολόγια, η διαφορά αυτή τη φορά είναι πως επίδικο δεν είναι μόνο το ύψος των χρεώσεων για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από τις βιομηχανίες, αλλά και μία σειρά από όρους που έχει ενσωματώσει η ΔΕΗ στις συμβάσεις. Για τη βιομηχανία, οι όροι αυτοί είναι καταχρηστικοί, ενώ αντιστρατεύονται όχι μόνο την εμπορική πολιτική που ακολουθούσε τα προηγούμενα χρόνια στην Υψηλή Τάση, αλλά και μηχανισμούς που ισχύουν σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, και πρόκειται να θεσπισθούν άμεσα και στη χώρα μας, οι οποίοι οδηγούν σε μείωση του βιομηχανικού ενεργειακού κόστους.
Ως ενδεικτικό παράδειγμα, οι κύκλοι της βιομηχανίας αναφέρουν τη ρήτρα take or pay επί της μηνιαίας κατανάλωσης 98%, δηλαδή το «πέναλτι» που επιδιώκει να εισαγάγει η ΔΕΗ στην περίπτωση που κάποιον μήνα η ζήτηση μίας βιομηχανίας πέσει κάτω από το 98% τη συμπεφωνημένης κατανάλωσης. Ωστόσο, η ρήτρα αυτή αντικρούει στον μηχανισμό απόκρισης της ζήτησης (demand response), μέσω του οποίου μία βιομηχανική μονάδα αποζημιώνεται όταν μέσα σε ελάχιστο χρόνο αυξομειώνει την παραγωγή της, για να συμβάλει στην ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος.
Έτσι, η εφαρμογή της ρήτρας take or pay θα αναιρούσε στην πράξη τη δυνατότητα συμμετοχής στον μηχανισμό. Κι αυτό γιατί με το «πέναλτι» θα ψαλίδιζε το όφελος από την αποζημίωση, , παραβιάζοντας τους κοινοτικούς κανόνες.
Την ίδια στιγμή, αντίθετη με την έως τώρα «αρχιτεκτονική» των τιμολογίων στην Υψηλή Τάση είναι η κατάργηση της υφιστάμενης ζώνης ελαχίστου φορτίου (νύχτα και σαββατοκύριακα), η οποία πλήττει κυρίως τις χαλυβουργίες και δευτερευόντως τις τσιμεντοβιομηχανίες, που προσάρμοσαν τη λειτουργία τους ώστε να επωφεληθούν από τη φθηνότερη τιμή ενέργειας τις ώρες χαμηλής ζήτησης. Παράλληλα, εισάγεται «ρήτρα προσαύξησης» συνδεδεμένη με το μεσοσταθμικό μηνιαίο κόστος των Λογαριασμών Προσαυξήσεων της Αγοράς Εξισορρόπησης.
Από την πλευρά της, η ΔΕΗ επισημαίνει πως δεν μπορεί να πουλά κάτω του κόστους της, και ότι με αυτό τον γνώμονα κατάρτισε τα νέα συμβόλαια. Επίσης, συμπληρώνει ότι τη στιγμή που και η ίδια είναι εκτεθειμένη στις τιμές της χονδρεμπορικής, καθώς η παραγωγή της είναι μικρότερη από τις ανάγκες ρεύματος που χρειάζεται ως προμηθευτής, δεν μπορεί παρά να μετακυλίσει ένα μέρος των πρόσφατων αυξήσεων.
Η βιομηχανία ζητά να παραταθούν οι χρεώσεις των υφιστάμενων συμβάσεων. Όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η βιομηχανία να αποτελέσει πρωταγωνιστή της ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία.