«Δίχτυ» ασφαλείας στην κρίση και «διαβατήριο» για την επόμενη μέρα των ελληνικών τραπεζών, και μαζί της ελληνικής οικονομίας, αποδεικνύεται η εμπροσθοβαρής μεταρρύθμιση του «Ηρακλή» για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Η αποτίμηση του «Ηρακλή» και οι προοπτικές από την παράτασή του μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, αποτυπώνονται στις εκθέσεις των διεθνών οίκων και στην ανταπόκριση των επενδυτών, καταδεικνύοντας την ολική θετική μεταστροφή των ελληνικών τραπεζών μέσα σε ενάμιση μόλις έτος – έτος, μάλιστα, πρωτόγνωρης πανδημικής κρίσης που ήρθε ύστερα από την υπερδεκαετή ελληνική κρίση, η οποία άφησε στις τράπεζες βαριά κληρονομιά σε NPLs.
Το πώς ο «Ηρακλής» αποτέλεσε game changer για τις ελληνικές τράπεζες, «ξεκλειδώνοντας» οφέλη και προετοιμάζοντάς τις για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της post – Covid εποχής, επισημαίνει η χθεσινή έκθεση της JP Morgan. Ξεκινώντας με τη διαπίστωση ότι κατά την περασμένη χρονιά οι προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες άλλαξαν αξιοσημείωτα προς τη θετική πλευρά και πλέον οι βελτιωμένες προοπτικές τους στρέφουν το ενδιαφέρον στην τροχιά της διατηρήσιμης ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών, ο διεθνής οίκος στέκεται στη συνεχιζόμενη απομείωση του πιστωτικού κινδύνου, παρά τις προκλήσεις από τον Covid-19.
Όπως επισημαίνει, οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους κατά περίπου 17 δις. ευρώ το 2020, ποσό που αντιστοιχεί στο ¼ του αποθέματος, ύψους 65 δις. ευρώ στα τέλη του 2010. Τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 60 δις. ευρώ από τα υψηλά του 2016 και με περίπου 40 δις. ευρώ να απομένουν προς εκκαθάριση το 2021 και 2022, οι δείκτες ΜΕΑ οδεύουν ολοταχώς σε μονοψήφιο ποσοστό νωρίς την ερχόμενη χρονιά, συγκλίνοντας με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό μετά από πλέον μιας δεκαετίας, η οποία σηματοδοτήθηκε από βαθιά οικονομική κρίση.
Η πλέον ενδιαφέρουσα εκτίμηση που κάνει η JP Morgan είναι ότι ενώ το εναπομείναν ποσό των 40 δις. ευρώ κόκκινων δανείων που πρέπει να εκκαθαριστεί παραμένει σημαντικό, ειδικά με δεδομένη τη ρευστότητα εξαιτίας της πανδημικής κρίσης, ο κίνδυνος υλοποίησης των στόχων των τραπεζών παραμένει σχετικά περιορισμένος.
«Πιστεύουμε ότι το μεγαλύτερο βάρος για τις ελληνικές τράπεζες είναι πλέον πίσω τους και αυτό είναι το αποτέλεσμα του θεσμικού και λειτουργικού στησίματος μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ στην Ελλάδα, της νομοθέτησης και της εφαρμογής του “Ηρακλή” και της ουσιαστικής προόδου στη νέα νομοθεσία για την αφερεγγυότητα», λέει η JP Morgan. Προσθέτει ότι επιπλέον, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων που έχουν υποχωρήσει σε επίπεδα ρεκόρ και η αύξηση των τιμών των ακινήτων, δίνουν ώθηση στις αποτιμήσεις των τραπεζών.
«Μας καθησυχάζει επίσης το γεγονός ότι οι συναλλαγές (σ.σ. εννοεί τις τιτλοποιήσεις του “Ηρακλή”) που έχουν ολοκληρωθεί ήταν ευθυγραμμισμένες με τους προϋπολογισμούς ζημιών που είχαν κάνει οι τράπεζες (σ.σ. δηλαδή με τις τιτλοποιήσεις δεν «κάηκαν» περισσότερα κεφάλαια από αυτά που είχαν υπολογιστεί), και μετά την πρόσφατη ΑΜΚ της Τρ. Πειραιώς, οι τραπεζικοί ισολογισμοί είναι αρκούντως ισχυροί για να απορροφήσουν το συνδεόμενο με τη δραστική μείωση των ΜΕΔ κεφαλαιακό κόστος», τονίζει η JP Morgan. Ως εκ τούτου, παρά τις ανησυχίες για το επενδυτικό ενδιαφέρον, ο οίκος επισημαίνει ότι οι τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή» προσελκύσουν επαναλαμβανόμενους επενδυτές, οι οποίοι συχνά εμπλέκονται και με τη διαχείριση των ΜΕΔ που αγοράζουν.
Η μηδενική στάθμιση κινδύνου στο ενεργητικό (0% risk-weighting) που πέτυχε η ελληνική κυβέρνηση για τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή», μαζί με άλλες κινήσεις όπως η αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ (υπενθυμίζεται ότι η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα προσωπικής διαπραγμάτευσης του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ), η χαλάρωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας για τη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα TLTRO, η λύση στο θέμα των CoCos της Τράπεζας Πειραιώς και η συνακόλουθη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας, μεταξύ άλλων, όχι μόνο απάλυναν τις επιπτώσεις της κρίσης του κορονοϊού, αλλά άμεσα και έμμεσα, όπως αναφέρει η JP Morgan, επιτάχυναν τη διαδικασία ανάκαμψης του ελληνικού τραπεζικού κλάδου.
«Η προοπτική μονοψήφιου δείκτη ΜΕΑ μέχρι τις αρχές της επόμενης χρονιάς και μια ισχυρή αναμενόμενη ανάκαμψης της οικονομίας, μεταθέτουν το ενδιαφέρον στη διατηρήσιμη αύξηση των δανείων από τις ελληνικές τράπεζες, καθώς και στις προοπτικές των αποδόσεων του κλάδου», λέει ο διεθνής οίκος. Όπως εκτιμά, σταδιακά μέσα στην επόμενη διετία, η απόδοση των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών θα ενισχυθεί σε ένα διατηρήσιμο 8% - 9%, χάρη στην εξομάλυνση του πιστωτικού κινδύνου και την υψηλότερη πιστωτική επέκταση, συνεπικουρούμενων από τη βελτίωση των εσόδων προμηθειών και τα κέρδη από την μείωση του λειτουργικού κόστους.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις που περιγράφει η JP Morgan «ξεκλείδωσαν» χάρη στον «Ηρακλή», θέτοντας τις ελληνικές τράπεζες σε πλήρη ικανότητα και ετοιμότητα να συμβάλουν με αύξηση των χρηματοδοτήσεων στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αξιοποιώντας και τη μοναδική ευκαιρία των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η JP Morgan εκτιμά ότι από τα 15 δις. ευρώ δάνεια (8,3% του ΑΕΠ) που χορήγησαν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες το 2019, το ποσό των νέων χορηγήσεων θα ξεπεράσει τα 20 δις. ευρώ ετησίως από το 2022 και για τα επόμενα χρόνια, ισοδυναμώντας με ποσοστό 12% του ΑΕΠ.
Ο διεθνής οίκος αναμένει ετήσια σωρευτική αύξηση του χαρτοφυλακίου εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών με ρυθμό 7% την περίοδο 2021 – 2023, ύστερα από ετήσια συρρίκνωση 3% κατά τα έτη 2016 – 2019. Η αύξηση των δανείων θα είναι καταλύτης για το επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες και η JP Morgan εκτιμά ότι θα προσθέσει μέχρι 2 ποσοστιαίες μονάδες στη μέση απόδοση των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών συστημικών τραπεζών μέχρι το 2023.