Ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, με ενίσχυση της γραμμής παροχής νέων δανείων, αναμένεται να λάβουν οι ελληνικές τράπεζες αφήνοντας πίσω τους μια δεκαετία απομόχλευσης, όπως εκτιμά η Morgan Stanley.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, υπάρχει ο προβληματισμός γύρω από την πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους για τις Alpha Bank και Τράπεζας Πειραιώς εξαιτίας της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, ενώ η Eurobank αποτελεί το «play» που προτιμά δεδομένου ότι έχει το πιο ελκυστικό προφίλ ανταμοιβής κινδύνου από τις τρεις.
Έτσι, η Morgan Stanley θέτει σύσταση «overweight» για τη μετοχή της Eurobank με τιμή στόχο στα 1,07 ευρώ (upside 26%), ενώ για τις Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς θέτει σύσταση «equalweight» με τιμές στόχους στα 1,40 ευρώ (upside 20%) και 1,52 ευρώ (upside 10%) αντίστοιχα. Επιπλέον, το ελκυστικό «recovery play» των ελληνικών τραπεζών αντικατοπτρίζεται σε δείκτη τιμής προς λογιστική αξία (P/BV) στο 0,3x-0,5x του 2022.
Στο πλαίσιο κάλυψης των τραπεζών στην περιοχή EEMEA (Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική) οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν ένα πιο ανταγωνιστικό risk reward κατά μέσο όρο έναντι των υπολοίπων της περιοχής, με περιθώριο ανόδου της τάξεως του 63% σε ένα «bull case» σενάριο και 50% σε ένα «bear case» σενάριο. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι εκτέλεσης στα business plan των τραπεζών που εξαρτώνται από τη μακροπρόθεσμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είναι άμεσα εξαρτώμενη από την πορεία του Ταμείο Ανάκαμψης.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές η Ελλάδα επωφελείται σημαντικά από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (31 δισ. ευρώ ή το 19% του ΑΕΠ για το 2021) στο διάστημα 2021-26, με την πρώτη δόση των 4 δισ. ευρώ να έχει ήδη εκταμιευθεί τον Αύγουστο. Αυτοί οι πόροι μπορεί να μεταφραστούν σε μια δυνητική ώθηση στην αύξηση των νέων δανείων, με τον οίκο να αναμένει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης εξυπηρετούμενων δανείων (CAGR) 5,5% στο διάστημα 2020-24, κυρίως λόγω των επιχειρηματικών δανείων.
Οι εκτιμήσεις της M.S για 5,6 - 8,5 δισ. ευρώ αύξηση των δανείων για τη χρονική περίοδο 2020-24 είναι συντηρητικές, όπως επισημαίνει και η ίδια, έναντι των στόχων που έχουν θέσει οι τράπεζες (περίπου 10 δισ. ευρώ) αναμένοντας ουσιαστικά την πορεία που θα έχουν στα επόμενα τρίμηνα, χωρίς να αποκλείεται κάποια θετική έκπληξη.
Από την άλλη τα καθαρά έσοδα από τόκους παραμένουν υπό πίεση, καθώς από τα αποτελέσματα του α' εξαμήνου το 7-25% των εσόδων από τόκους για τις ελληνικές τράπεζες προήλθαν από τα NPEs, κάτι που συνεπάγεται πιέσεις στο top line από την εξυγίανση. Ενώ προς το παρόν οι τράπεζες, επωφελούνται από τις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO) στις -100 μ.β, ωστόσο αυτές αναμένεται να λήξουν τον Ιούνιο του 2022, αυξάνοντας πιθανώς το κόστος χρηματοδότησης για το διάστημα του 2023-24. Αυτό οδηγεί το NII CAGR σύμφωνα με τη Morgan Stanley στο -2-6% το 2020-24, καθώς οι πιέσεις στο σκέλος αυτό μπορούν εν μέρει να αντισταθμιστούν από την αύξηση του νέου δανεισμού.
Υποστηρικτικά μπορεί να λειτουργήσει και η βελτιστοποίηση των λειτουργικών εξόδων και η εξομάλυνση του κόστους κινδύνου (CoR), με τις τράπεζες να συνεχίζουν στους ρυθμούς μείωσης του προσωπικού (FTE), στον εξορθολογισμό των υποκαταστημάτων και στο χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης NPEs, με τα λειτουργικά έξοδα να αναμένεται να κινηθούν σε μια σταθερή πορεία έως -5% το 2020-2024.
Παράλληλα, μέχρι το τέλος του 2024, η Morgan Stanley εκτιμά πως ο δείκτης NPE των ελληνικών τραπεζών θα διαμορφωθεί στο 6% κατά μέσο όρο έναντι περίπου 41% που ήταν το 2019, με στήριξη από τη διαδικασία των τιτλοποιήσεων και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, αυτό οδηγεί σε μια κανονικοποίηση τους κόστος κινδύνου στις 65 μ.β κατά μέσο όρο έως το 2024 έναντι 2-3% μεταξύ του χρονικού διαστήματος 2016-20.
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σύμφωνα με τη Morgan Stanley απορρέουν από το ζήτημα των κρατικών εγγυήσεων στον «Ηρακλή» καθώς το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στο Ελληνικό Δημόσιο, από τις ζημιές που προκαλούνται στην προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών από τα NPEs που θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τις προσδοκίες (περισσότερο κεφαλαιακές), αλλά και οι στόχοι δημιουργίας νέων δανείων που θα μπορούσαν να είναι χαμηλότεροι των προσδοκιών εάν η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αποδειχθεί ασθενέστερη από το αναμενόμενο.