Με «συμμαχία» τραπεζών – επιχειρήσεων και κυβέρνησης και συναντίληψη των δεδομένων και συνθηκών για την κάθε πλευρά, θα μπορέσει να λυθεί ο γρίφος της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως συνάγεται από τη χθεσινή τετράωρη συζήτηση στην Οικονομική Επιτροπή της Βουλής.
Η πρόοδος που επετεύχθη στη χθεσινή συζήτηση εντοπίζεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά τράπεζες και επιχειρήσεις δεν εμφανίστηκαν ως δύο αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά με θέληση συνεργασίας και διάθεση ανάληψης των ευθυνών τους. Επίσης, για πρώτη φορά τονίστηκε εμφατικά η ανάγκη του επιμερισμού του ρίσκου μεταξύ κράτους και τραπεζών προκειμένου, σταδιακά, να διευρυνθεί η περίμετρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν. «Ένα σημαντικό δίδαγμα της πανδημίας, είναι ότι όταν δημιουργείται επιμερισμός κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου, η πιστωτική επέκταση επιταχύνεται σημαντικά. Ο επιμερισμός κινδύνου επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν τον κίνδυνο και λειτουργεί θετικά και από τη μεριά της προσφοράς και από τη μεριά της ζήτησης. Το δίδαγμα αυτό είναι σημαντικό για την επόμενη εξαετία, όπου σύμφωνα με το Ταμείο Ανάκαμψης θα υπάρξει επιμερισμός κινδύνου», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Δ. Μαλλιαρόπουλος, Διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος.
«Η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης δεν θα πρέπει να συνοδεύεται από τη δημιουργία μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων, ούτε να υποσκάπτει την αναγκαία κουλτούρα πληρωμών. Πρέπει να επιβραβεύεται η συνέπεια και να καθοδηγούμαστε από τη συνέπεια», επεσήμανε ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, καθιστώντας εμμέσως σαφές και το όριο της πολιτικής παρέμβασης στην πιστοδοτική στρατηγική των τραπεζών.
Τι πρέπει, όμως, και μπορούν να κάνουν οι τράπεζες; Όπως είπε ο υπουργός, οφείλουν να προετοιμαστούν καλύτερα, ώστε να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες ή δυνητικά βιώσιμες επιχειρήσεις, ενσωματώνοντας και το πλαίσιο ρύθμισης των οφειλών τους, διευρύνοντας την περίμετρο των δικαιούχων πιστώσεων.
Συνεπώς, πρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, χωρίς να αγνοούν τους ευρωπαϊκούς κανόνες, να προσαρμόσουν τα πιστωτικά κριτήρια στις προοπτικές των επιχειρήσεων και της χώρας.
Παράλληλα, πρέπει να αναβαθμίσουν το σύστημα συλλογής πληροφοριών και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλύουν σε μεγαλύτερο βάθος τις ελληνικές επιχειρήσεις, να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις και να τιμολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο με μεγαλύτερη ακρίβεια, έτσι ώστε να μειωθεί και το κόστος για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να μείνουν ζωντανές. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να κλείσουν βιώσιμες επιχειρήσεις. Άρα, λοιπόν, οι επιχειρήσεις πρέπει να φτιάξουν κατάλληλα προγράμματα. Είμαστε υπέρ, λοιπόν, των συγχωνεύσεων και της μετάβασης, αλλά πρέπει να γίνει με ένα σχέδιο. Αποδεχόμαστε όλοι μια πραγματικότητα», σημείωσε ο κ. Γ. Χατζηθεοδοσίου, Πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος,απηχώντας την ανάγκη για μεγαλύτερες και πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που θα είναι ικανές να έχουν πρόσβαση όχι μόνο σε χρηματοδότηση, αλλά και με φθηνότερο κόστος.
«Αν είναι αδύνατο να προσαρμόσουμε τα τραπεζικά κριτήρια στα ελληνικά δεδομένα, τουλάχιστον να φτάσουμε σε ένα επίπεδο όπου αυτές τις 30.000 – 40.000 επιχειρήσεις που έχουν σήμερα δυνατότητα πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα, να τις διπλασιάσουμε, δημιουργώντας εκείνες τις προϋποθέσεις που θα έκαναν εφικτό κάτι τέτοιο», πρόσθεσε ο κ. Γ. Καββαθάς, Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, εκφράζοντας τον ρεαλισμό και τη σταδιακή προσέγγιση που απαιτεί η μαζικότερη πρόσβαση των ΜμΕ στον τραπεζικό δανεισμό. Ο ίδιος πρότεινε τρεις ενέργειες για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός:
Πρώτον, τη δημιουργία ενός οδηγού χρηματοδότησης μέσα από τον οποίο ο κάθε επαγγελματίας, έμπορος, βιοτέχνης, μικρός, μεγαλύτερος ή μικρομεσαίος, θα ξέρει τους κανόνες πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα, τις προϋποθέσεις και τους όρους που πρέπει να πληροί μια επιχείρηση για να μπορεί να δανειοδοτηθεί.
Δεύτερον, τη δημιουργία χρηματοδοτικών προϊόντων και εργαλείων εξειδικευμένων για τις μικρές επιχειρήσεις που έχει η χώρα. Οι μικρές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι πολύ μικρές χρειάζονται κατ’ αρχάς μία συμβουλευτική γύρω από τη σύναψη ενός δανείου. Χρειάζονται συμβουλευτική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της παροχής του δανείου, έτσι ώστε να μπορέσουν να βελτιώσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις λαμβάνοντας υπόψιν και την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Τρίτον, να προχωρήσουν οι φορείς και τα Eπιμελητήρια, σε μια προσπάθεια να μειώσουν τον χρηματοοικονομικό αναλφαβητισμό που υπάρχει στις μικρές επιχειρήσεις. «Δεν αντιλαμβάνονται, πάρα πολλές φορές, οι μικροί επαγγελματίες, έμποροι και βιοτέχνες, δεν κατανοούν, τους βασικούς χρηματοοικονομικούς όρους και έννοιες», είπε ο κ. Καββαθάς. Στο ίδιο πλαίσιο, τόνισε και την ανάγκη ανάληψης δράσεων και παρεμβάσεων στα θέματα που αφορούν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων.
Αναγνωρίζοντας το γεγονός πως το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης ανέλαβε πρωτοβουλίες ανακούφισης των επιχειρηματιών, όπως επίσης το γεγονός ότι το επίπεδο των τραπεζικών προμηθειών – χρεώσεων στην Ελλάδα κυμαίνεται στα ίδια ή οριακά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης, ο κ. Γ. Καρανίκας, Πρόεδρος της ΕΣΕΕ, έκανε έκκληση στις τράπεζες να καταστούν πραγματικοί σύμμαχοι στον αγώνα που δίνουν σήμερα οι μικρότεροι της αγοράς.
Αναφερόμενος αναλυτικά στις χρηματοδοτήσεις και τη στήριξη που έχει παράσχει το τραπεζικό σύστημα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο κ. Β. Ράπανος, Πρόεδρος της ΕΕΤ, παραδέχτηκε το έλλειμμα των τραπεζών σε επίπεδο χρηματοοικονομικής επιμόρφωσης των πελατών τους και εν προκειμένω των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, δεσμευόμενος η Ένωση να προχωρήσει στην ανάληψη σχετικής δράσης.
Ο κ. Ράπανος παρουσίασε τους λόγους για τους οποίους οι τράπεζες απορρίπτουν αιτήματα ΜμΕ για δανειοδότηση. Όπως είπε, η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της επιχείρησης ευθύνεται για το 60,5% των απορριπτικών απαντήσεων των τραπεζών. Ειδικότερα, αν από την αξιολόγηση του πελάτη, προκύπτει δυσμενής διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας (SMEs Rating) ή / και σε συνδυασμό με ληξιπροθεσμίες στην αποπληρωμή των εν γένει υποχρεώσεων, ή αν έχουν εντοπιστεί σημαντικά δυσμενή στοιχεία ή διαπιστώθηκε η ύπαρξη οφειλών, τότε το αίτημα για δανειοδότηση απορρίπτεται.
Ποσοστό 16,1% των αιτημάτων απορρίπτεται γιατί η προτεινόμενη επένδυση κρίνεται μη σκόπιμη βάσει της επιχειρηματικής δραστηριότητας του υποψήφιου δανειολήπτη.
Η μη διαφαινόμενη δυνατότητα αποπληρωμής των αιτουμένων είναι λόγος για την απόρριψη του 14,1% των αιτημάτων δανειοδότησης. Ειδικότερα, ο πελάτης παρουσιάζει συνεχόμενες ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις σε συνδυασμό με απουσία άλλων πηγών εισοδήματος (πέραν της επιχειρηματικής δραστηριότητας) ή είναι υπερδανεισμένος, ή ο κύκλος εργασιών του είναι περιορισμένος και απαγορευτικός για χρηματοδότηση ή υπάρχει πληροφόρηση από το τραπεζικό κατάστημα ως προς αντενδείξεις για την επιχείρηση που δεν προκύπτουν με άλλο τρόπο.
Ποσοστό 2% των αιτημάτων απορρίπτεται λόγω μη προσφοράς των απαιτούμενων εξασφαλίσεων από τον αιτούντα δάνειο.
Μόλις το 0,4% των αιτημάτων απορρίπτεται επειδή ο πελάτης δεν προσφέρει το απαιτούμενο ύψος της ίδιας συμμετοχής στο επενδυτικό σχήμα.
Τέλος, 7% των αιτημάτων απορρίπτονται για άλλους λόγους όπως π.χ. μη επιλεξιμότητα σε εγγυοδοτικά προγράμματα, μη ανταπόκριση σε απαίτηση για διευκρινίσεις / δικαιολογητικά, ύπαρξη αφανών φορέων με αντενδείξεις κ.ά.