Αντίθετοι στην πρόταση της ΡΑΕ για χαρακτηρισμό των τιμολογίων λιανικής με βάση τον «κίνδυνο τιμών», δηλαδή το μέγεθος των προσαυξήσεων που μπορεί να προκαλέσει η άνοδος του χονδρεμπορικού κόστους, εμφανίζονται όλοι οι προμηθευτές ρεύματος. Επίσης, οι προμηθευτές δεν συμφωνούν με την τυποποίηση της μορφής των εντύπων του λογαριασμού και της προσυμβατικής ενημέρωσης.
Αρκετές πάντως από τις εταιρείες προμήθειας επισημαίνουν πως είναι στην ευχέρεια της ΡΑΕ να διευρύνει τις πληροφορίες που πρέπει κατʼ ελάχιστο να περιλαμβάνουν τα δύο έντυπα, με σκοπό την πληρέστερη ενημέρωση του καταναλωτή.
Με βάση τα σχόλια που κατατέθηκαν στη διαβούλευση της ΡΑΕ, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν χθες, στον αντίποδα των προμηθευτών κινείται η τοποθέτηση της ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας) η οποία τάσσεται υπέρ της εφαρμογής των εισηγούμενων παρεμβάσεων στα τιμολόγια μέσης τάσης των επιχειρήσεων. Επίσης, και η ΕΚΠΟΙΖΩ συμφωνεί με την κατηγοριοποίηση των τιμολογίων λιανικής στη βάση του «κινδύνου τιμών», όπως επίσης και στην τυποποίηση του εντύπου προσυμβατικής ενημέρωσης.
«Μηδενικού κινδύνου» τα σταθερά τιμολόγια
Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση της ΡΑΕ προβλέπει να καταταχθούν στα τιμολόγια «μηδενικού κινδύνου» αποκλειστικά τα σταθερά τιμολόγια, στα οποία οι ανταγωνιστικές χρεώσεις παραμένουν αμετάβλητες καθʼ όλη τη διάρκεια του συμβολαίου. Ως τιμολόγια «οριοθετημένου κινδύνου», θα χαρακτηριστούν τα κυμαινόμενα τιμολόγια τα οποία περιλαμβάνουν μεν ρήτρα αναπροσαρμογής της χρέωσης προμήθειας, η οποία ωστόσο θα μπορεί να προκαλέσει ένα μέγιστο όριο προσαύξησης, που θα το γνωρίζει εκ των προτέρων ο καταναλωτής.
Αντίθετα, στα τιμολόγια «υψηλού κινδύνου» θα συμπεριλαμβάνονται τα τιμολόγια χωρίς όριο προσαύξησης. Επομένως, σε αυτά τα συμβόλαια προμήθειας, δεν θα υπάρχει πλαφόν στην επιπλέον επιβάρυνση που μπορεί να προκαλέσει η ρήτρα αναπροσαρμογής.
Σύμφωνα με τους προμηθευτές, ωστόσο, η χρήση του όρου «κίνδυνος» είναι παραπλανητική, καθώς συνιστά αξιολογική κρίση των τιμολογίων, με συνέπεια να δημιουργεί λανθασμένα την εντύπωση ότι συγκεκριμένα προϊόντα υπερέχουν αντικειμενικά των υπολοίπων. Έτσι, όπως υποστηρίζουν, είναι πιθανό η κατηγοριοποίηση αυτή να στρέψει τους καταναλωτές σε επιλογές που τελικά θα αποδειχθούν οικονομικά ασύμφορες.
Ουδέτερο χαρακτηρισμό των κατηγοριών
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ΕΣΠΕΝ (Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας), η οποία σημειώνει πως, στη δεδομένη συγκυρία του υψηλού χονδρεμπορικού κόστους, ένα σταθερό τιμολόγιο με δέσμευση δύο ετών και χαρακτηρισμό «μηδενικού κινδύνου» θα μπορούσε να μοιάζει ελκυστικό για τον καταναλωτή, συγκριτικά με ένα τιμολόγιο «υψηλού κινδύνου». «Σε περίπτωση ωστόσο αποκλιμάκωσης των σημερινών τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς κατά τους επόμενους μήνες, το τιμολόγιο "μηδενικού κινδύνου" θα είναι τελικώς ιδιαίτερα επιζήμιο για τον καταναλωτή ο οποίος, έως την ολοκλήρωση της σύμβασης του, θα αναγκαστεί να προμηθεύεται ενέργεια σε τιμές πολύ υψηλότερες από εκείνες που θα αντιστοιχούσαν σε ένα κυμαινόμενο τιμολόγιο», σημειώνει ο Σύνδεσμος.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η τοποθέτηση της ΔΕΗ, η οποία υπογραμμίζει πως η χρήση του όρου «κίνδυνος» θα προκαταλαμβάνει αρνητικά τον καταναλωτή. Επομένως, αν τελικώς κάποια τιμολόγια ομογενοποιηθούν, η εταιρεία προτείνει να μην χαρακτηριστούν βάσει συστήματος διαβάθμισης του κινδύνου, αλλά να τυποποιηθούν μόνο με το πραγματικό όνομα της κατηγορίας τους (π.χ. κυμαινόμενα τιμολόγια με πλαφόν ή κυμαινόμενα χωρίς πλαφόν ή σταθερά τιμολόγια).
Mytilineos: Ανάγκη περιορισμού της ΔΕΗ στο 40%
Αρνητικά τοποθετείται και η Mytilineos, η οποία σημειώνει πως η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση θα λειτουργήσει αποθαρρυντικά για τον καταναλωτή. Η εταιρεία προτείνει, αντίθετα, να είναι σαφής η αναγραφή της κατηγορίας «σταθερό» ή «κυμαινόμενο/δυναμικό», και μάλιστα σε εξέχουσα θέση τόσο της προσφοράς όσο και του ίδιου του τιμολογίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Mytilineos σημειώνει επίσης ότι η λιανική αγορά συνεχίζει να ταλανίζεται από φαινόμενα υπερσυγκέντρωσης της λιανικής αγοράς, επισημαίνοντας ότι η οποιαδήποτε κατευθυντική ρύθμιση προς την επιλογή συγκεκριμένων τύπων τιμολογίων (πχ σταθερό τιμολόγιο) οφείλει πάντα να εξετάζεται σε συνδυασμό τόσο με την τιμολογιακή πολιτική του εκάστοτε παρόχου, όσο και με τη γενικότερη αξιοπιστία του αναφορικά με τις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, φέρνει ως παράδειγμα το σταθερό τιμολόγιο του δεσπόζοντος προμηθευτή, σε σχέση με το συνολικό ενεργειακό κόστος που επωμίζονται οι προμηθευτές στη Χαμηλή Τάση. «Καθώς οι περισσότεροι προμηθευτές αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα συγκεκριμένα ύψη τιμών, η υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών οδηγεί σε αυξανόμενη και εκ νέου επιστροφή/μετακίνηση καταναλωτών προς τη ΔΕΗ, έχοντας ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο κλείσιμο της αγοράς και την περαιτέρω εξασθένιση του ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής», υπογραμμίζει.
Η εισηγμένη υπογραμμίζει ότι στην παρούσα φάση ανάπτυξης ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού, επιβεβλημένη προτεραιότητα της ΡΑΕ θα όφειλε να είναι ο μετριασμός της υπερσυγκέντρωσης ισχύος, με δραστικό περιορισμό του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά προμήθειας σε επίπεδα οπωσδήποτε κάτω του 40%
Μεταβατικό χρονικό διάστημα
Αντίθετη δηλώνει και η Volterra, με το επιχείρημα ότι ο χαρακτηρισμός του τιμολογίου εστιάζει σε ένα μόνο τιμολογιακό στοιχείο του. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η τοποθέτηση της Ήρων, η οποία σημειώνει πως η διάκριση των τιμολογίων θα πρέπει να βασίζεται στην παγιωμένη κατηγοριοποίηση των «σταθερών», «κυμαινόμενων» και «δυναμικών τιμολογίων».
Η εταιρεία υπογραμμίζει πως η προβολή ενός μοναδικού κριτηρίου αφενός δυσκολεύει την ενσωμάτωση αυτού στα προτεινόμενα τυποποιημένα έντυπα των διαφορετικών προϊόντων και υπηρεσιών που ήδη προσφέρονται από Προμηθευτές όπως η ίδια, και αφετέρου δρα ανασταλτικά στην περαιτέρω ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών.
Παράλληλα, αρκετές εταιρείες επισημαίνουν πως, για όποιες παρεμβάσεις τελικά προκριθούν από τη ΡΑΕ, θα πρέπει να δοθεί ένα επαρκές χρονικό διάστημα προσαρμογής στις νέες κατευθύνσεις. Σύμφωνα με την Ήρων, το μεταβατικό αυτό χρονικό διάστημα θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 6 μήνες.