Στο γραφείο του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Βαγγέλη Αποστόλου, έφτασε χτες η επίσημη απόφαση της ρωσικής προεδρίας για επέκταση του εμπάρκο στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα μέχρι το τέλος του 2017.
Η είδηση αυτή προκαλεί εκ νέου τον έντονο προβληματισμό τόσο στα στελέχη του Υπουργείου όσο και στους παραγωγούς της χώρας, οι οποίοι μετρούν απώλειες, πάνω από 150 εκατ. ευρώ από την αρχή επιβολής του μέτρου (7/8/2014).
Τα σημαντικότερα αγροτικά προϊόντα που πλήττει το ρωσικό εμπάργκο είναι: οι φράουλες, τα ακτινίδια, τα κεράσια, βερίκοκα, τα αγγούρια, τα μανταρίνια και τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας (λαβράκια και τσιπούρες), τα οποία καταλαμβάνουν το 94,4% του συνόλου των προϊόντων που εξήγαγε η Ελλάδα στη Ρωσία το 2014.
Στελέχη της αγοράς επισημαίνουν στο insider.gr ότι χρόνο με τον χρόνο η ζημιά μεγαλώνει, ενώ σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), πέρυσι, δεύτερη χρονιά που βρίσκεται σε ισχύ το εμπάργκο, η μείωση στις πωλήσεις ελληνικών προϊόντων στη ρώσικη αγορά ξεπέρασε το 40%.
Ισχυρό είναι πλήγμα και στο διμερές εμπόριο, με τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δυο χωρών να υποχωρεί κατά 29,7% πέρυσι και να περιορίζεται στα 3,65 δισ. ευρώ.
Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι τα ψάρια ιχθυοτροφείου, τα οποία μετά την απαγόρευση εισαγωγής τους εξαφανίστηκαν παντελώς από την ρώσικη αγορά.
Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου των ιχθυοκαλλιεργειών, σήμερα δεν πωλείται κανένα ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας, σε αντίθεση με τα τουρκικά ψάρια που έχουν κατακλύσει την ρωσική αγορά.
Να σημειωθεί ότι ο συνεχιζόμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης, έχει κοστίσει και στις δύο πλευρές.
Οι μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές μειώθηκαν κατά 180 δις δολάρια από το 2013 και έπειτα ενώ και η μείωση της ζήτησης από τις αγορές της Κίνας, πρόσθεσε ένα ακόμη «βαρίδι» στην ήδη προβληματική γεωργία της Ευρώπης.
Οι Ευρωπαίοι αγρότες μιλούν για πρωτοφανή καταστροφή, αναφέροντας πως έχασαν τον βασικότερο εξαγωγικό τους προορισμό με το χοιρινό, τα γαλακτοκομικά, το βοδινό κρέας, τα λαχανικά και τα φρούτα να παραμένουν σε πολλές περιπτώσεις αδιάθετα, χρεώνοντας την ευρωπαϊκή γεωργία με απώλειες της τάξης των 5,5 δις ευρώ.