Είναι αλήθεια πολύ ωραίο αίσθημα όταν πέφτουν κίτρινες «κάρτες» σε Γερμανία και Ολλανδία, η Ελλάδα να είναι στην ομάδα των «καλών», να μην είναι δηλαδή στο επίκεντρο της κρίσης. Σύμφωνα με έναν καταιγισμό πορισμάτων της Κομισιόν για το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό εξάμηνο» που δόθηκαν στη δημοσιότητα, μαζί με το 5ο πόρισμα για την μεταπρογραμματική εποπτεία, η Ελλάδα είναι ένα από τα 8 κράτη που ευθυγραμμίζονται πλήρως με το δημοσιονομικό πλαίσιο. Και τούτο όταν η Γερμανία έχει παρεκκλίσεις και η Ολλανδία είναι εντελώς «εκτός» των νέων στόχων δαπανών.
Κρίνεται μάλιστα πως η Ελλάδα είναι προφυλαγμένη από το σκηνικό «αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας το 2024 -2026». Ενισχύοντας ακόμη πιο πολύ τη θέση της με την πρόωρη αποπληρωμή ακριβών δανείων, την οποία επικυρώνουν οι θεσμοί.
Βεβαίως, πρέπει να γίνει σαφές πως έχουμε ακόμη ανοικτά μέτωπα στο δημοσιονομικό πεδίο. Σύμφωνα με τις προβολές της Επιτροπής για το μέλλον, o δείκτης του ελληνικού χρέους θα υποχωρήσει δραστικά μεν αλλά στο (υψηλό) 119,1% του ΑΕΠ το (πολύ μακρινό) 2035. Και τούτο θα απαιτεί - έως τότε - συνεχή συγκράτηση δαπανών, που θα μπορεί να ελαστικοποιείται μόνο αν βρεθούν και πιστοποιηθούν νέες μόνιμες πηγές εσόδων.
Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική «θηλειά» θα συνεχισθεί για χρόνια, με ότι σημαίνει αυτό για την «τσέπη» των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ειδικά σε μία περίοδο ανατιμήσεων που «ροκανίζουν» τα οφέλη της ανόδου των δαπανών. Η «θηλειά» γίνεται φανερή ακόμη και στο αναπτυξιακό πεδίο: σε μία χώρα με μεγάλες ανάγκες όπως η Ελλάδα, οι κρατικά χρηματοδοτούμενες δαπάνες για επενδύσεις, ακόμη και μετά τις αυξήσεις που δρομολογούνται μετά βίας θα πλησιάσουν έως το 2028 τον μέσο όρο δαπανών της ΕΕ.
Έχει λοιπόν σημασία να αντλούμε μεν ικανοποίηση από όσα έχουν επιτευχθεί, αλλά και να μην αγνοούμε τις προκλήσεις, τα τρωτά σημεία και τις ευκαιρίες. Ας δούμε λοιπόν ποιες είναι οι συστάσεις της Κομισιόν για τον ελληνικό προϋπολογισμό στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων που μπορεί να δώσουν λίγο παραπάνω «χώρο».
Η Επιτροπή κρίνει πως «το σχέδιο της Ελλάδας πληροί τις απαιτήσεις των δημοσιονομικών Κανονισμών της ΕΕ. Παράλληλα όμως προτείνει να ζητηθεί από την Ελλάδα «να διασφαλίσει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που ανταποκρίνονται στις κύριες προκλήσεις» που έχουν ήδη προσδιοριστεί από την ΕΕ. Δίνεται έμφαση στην ανάγκη η Ελλάδα «να συνεχίσει να βελτιώνει τον φιλικό προς τις επενδύσεις χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος, ενισχύοντας την ασφάλεια δικαίου», αλλά και «να διασφαλίσει την αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη δυνατότητά της να προσελκύει τις κατάλληλες δεξιότητες». Ζητά επίσης να διασφαλίσει την μείωση του «ανοίγματος» στο εξωτερικό ισοζύγιο «προωθώντας την ισόρροπη ανάπτυξη και στηρίζοντας παραγωγικές εγχώριες επενδύσεις», αλλά και να συνεχίσει την μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι παραπάνω συστάσεις αφορούν τον νέου τύπου προϋπολογισμό (Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό - Διαρθρωτικό Σχέδιο) που έχει πλέον όχι μόνο δημοσιονομικά μέτρα αλλά και μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, παρόμοιες (και πιο αναλυτικές) συστάσεις υπάρχουν στην μεταπρογραμματική εποπτεία. Είναι συστάσεις που μας «ακολουθούν» χρόνια ως χώρα, δεν είναι κάτι καινούριο και τούτο ίσως έχει επίσης τη σημασία του. Γιατί καθώς η δημοσιονομική «θηλειά» (όπως φάνηκε), θα είναι επίσης εδώ για χρόνια και οι θεσμοί της ΕΕ προδικάζουν αυξημένες διεθνείς αβεβαιότητες είναι καλό να ακούσουμε τα μηνύματα, να κλείσουμε μέτωπα και να μην χάσουμε ευκαιρίες.