Με την απόσταση της μη έκθεσής τους στις αγορές της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αντιμετωπίζουν στην εκκίνησή της την κρίση στην περιοχή οι ελληνικές τράπεζες. Καθώς όμως οι εξελίξεις τρέχουν με ταχύτητα που δεν μπορεί να αποτιμήσει στον ίδιο χρόνο τις επιπτώσεις της εμπόλεμης κρίσης και τον «αντίλογο» των κυρώσεων και των μέτρων με τα οποία θα απαντήσει η Δύση, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν σε εγρήγορση.
Οι ανησυχίες των τραπεζιτών εντοπίζονται στο πλήγμα που θα επιφέρει στον πληθωρισμό και την ανάπτυξη της ευρωζώνης και της Ελλάδας, η άνοδος στις τιμές της ενέργειας και των σιτηρών. Εφόσον η ρωσο – ουκρανική κρίση διαρκέσει για κάποιους μήνες, π.χ. μέχρι το καλοκαίρι, τότε οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα έχουν βραχυπρόθεσμο, αλλά θα εκλάβουν υφεσιακό χαρακτήρα. Η προοπτική της παράτασης του υψηλού πληθωρισμού θα επιδράσει αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη και θα μειώσει το εισόδημα των νοικοκυριών. Κάτι που θα απειλήσει ευθέως την ομαλότητα στην εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Παράλληλα, επιπτώσεις των οποίων το μέγεθος θα κριθεί από τη διάρκεια της κρίσης, αναμένεται να δεχτούν επιχειρήσεις με εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Ουκρανία, καθώς και επιχειρήσεις που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ενέργεια (π.χ. ο κλάδος λιπασμάτων). Οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορούσαν να υποστούν σοβαρό πλήγμα στον τζίρο και τα έσοδά τους και στην περίπτωση που είναι εκτεθειμένες σε τραπεζικό δανεισμό να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην ομαλή εξυπηρέτησή του.
Την ίδια στιγμή που οι τράπεζες ανησυχούν για πιθανή αύξηση των επισφαλών δανείων από την κρίση στην Ουκρανία, και οι ίδιες θα γίνουν πολύ πιο επιφυλακτικές στη χορήγηση νέων δανείων, μπλοκάροντας έτσι την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης. Η τελευταία αποτελεί το ζητούμενο σε όλη την ευρωζώνη και ειδικά στην Ελλάδα, καθώς μετά την πανδημική κρίση, ο τραπεζικός τομέας καλείται να αυξήσει τη χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις ώστε η πραγματική οικονομία να μπει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά. Σημειώνεται ότι ο κίνδυνος για την πιστωτική επέκταση αντισταθμίζεται από την ύπαρξη του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι πόροι που είναι διαθέσιμοι για τις υγιείς επιχειρήσεις είναι δεδομένοι μέχρι το 2026 και οι τράπεζες μπορούν και έχουν δεσμευτεί να τους μοχλεύσουν για να δώσουν περισσότερα δάνεια και σε περισσότερες επιχειρήσεις.
Μία ακόμη ανησυχία των τραπεζών έχει να κάνει με τον τρόπο νομισματικής παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις εξελίξεις. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό από τη ρωσική εισβολή, οι εξελίξεις στην Ουκρανία θα αποκρυσταλλωθούν τις επόμενες ημέρες και η ΕΚΤ θα τις αξιολογήσει στο επόμενο διοικητικό της συμβούλιο στις 10 Μαρτίου. Μέχρι πρότινος, οι αγορές είχαν προετοιμαστεί για επικείμενη λήξη της χαλαρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και το τέλος των αρνητικών επιτοκίων. Η αναμενόμενη εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής με σταδιακή άνοδο των επιτοκίων αποτυπωνόταν ως προσδοκία θετικά στις τράπεζες και τις μετοχές τους, προδιαγράφοντας αύξηση των επιτοκιακών εσόδων και της κερδοφορίας. Εφόσον οι εξελίξεις στην Ουκρανία πάρουν τη σκυτάλη από την πανδημία για μια νέα γεωπολιτική κρίση, η ΕΚΤ μπορεί να αναβάλει την άρση της ποσοτικής χαλάρωσης και των νομισματικών μέτρων στήριξης και τα αρνητικά επιτόκια να παραταθούν.
Χθες, σε συνέντευξη του στο Reuters, o Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας είπε ότι η κατάσταση στην Ουκρανία αυξάνει την αβεβαιότητα που απαιτεί προσεκτική στάση. «Δεν θα ήμουν υπέρ του να ανακοινωθεί το Μάρτιο η λήξη του (προγράμματος αγοράς τίτλων) APP. Κρίνοντας με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα προτιμούσα να συνεχιστεί το APP και μετά το Σεπτέμβριο, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους, παρά να επισπευσθεί η λήξη του. Πρέπει να διατηρήσουμε την ευελιξία μας», είπε χθες ο κ. Στουρνάρας, απεικονίζοντας τον προβληματισμό που υπάρχει εντός των κόλπων της ΕΚΤ για το τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής.
Όπως αναφέρουν οι τραπεζίτες στο insider.gr, η πρώτη αντίδραση των αγορών στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν η αναμενόμενη σε περιπτώσεις αύξησης του κινδύνου: φυγή κεφαλαίων από τοποθετήσεις ρίσκου και κατεύθυνση σε ασφαλή επενδυτικά καταφύγια. Στο πλαίσιο αυτό χθες, τα χρηματιστήρια βυθίστηκαν (εν προκειμένω, οι μετοχές των τραπεζών δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτές ήταν πολύ μεγαλύτερες σε τράπεζες όπως η Unicredit, η Societe Generale και η Raiffeisen οι οποίες έχουν μεγάλη απευθείας έκθεση σε Ρωσία και Ουκρανία) και ενισχύθηκαν assets όπως ο χρυσός, τα αμερικανικά και τα γερμανικά ομόλογα, το δολάριο, το γιεν και το ελβετικό φράγκο. Μεγάλη ήταν επίσης η άνοδος των εμπορευμάτων και δη στις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του αλουμινίου και των σιτηρών, καθώς η Ρωσία είναι πολύ μεγάλος εξαγωγέας ενέργειας όπως επίσης (μαζί με την Ουκρανία) και μεγάλος εξαγωγέας σιτηρών. Από την πλευρά της η ευρωζώνη είναι καθαρός εισαγωγέας (το 35% - 40% του φυσικού αερίου εισάγεται από τη Ρωσία).
Τα παραπάνω διαμορφώνουν τους φόβους για την έξαρση του πληθωρισμού και τις επιπτώσεις του στο εισόδημα των νοικοκυριών, αφού οι τιμές της ενέργειας διαμορφώνουν σε ποσοστό περίπου 11% το καλάθι των τιμών καταναλωτή στην Ευρώπη. Σημειώνεται ότι η άνοδος του πληθωρισμού της ευρωζώνης στο 5,2% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο, εμπεριέχει αύξηση 3,1% λόγω της υψηλότερης τιμής ενέργειας. Οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό θέτουν εν κινδύνω και τις προοπτικές για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη, η οποία για φέτος είχε εκτιμηθεί στο 4%.